ἐπαμάομαι

From LSJ
Revision as of 15:28, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰμάομαι Medium diacritics: ἐπαμάομαι Low diacritics: επαμάομαι Capitals: ΕΠΑΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: epamáomai Transliteration B: epamaomai Transliteration C: epamaomai Beta Code: e)pama/omai

English (LSJ)

   A scrape together for oneself, εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσί heaped him up a bed (of leaves), Od.5.482; γῆν ἐπαμησάμενον Thgn. 428, cf. Thphr.HP4.13.5, AP7.446 (Hegesipp., tm.); γῆν ἐπαμησάμενος having heaped up a grave or barrow, Hdt.8.24; so ἐ. κόνιν Polyaen.2.1.23; ἐ. τινί τι Plu.2.982b; γῆν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς Porph. Abst.4.9:—later in Act., κόνιν ἐπαμῆσαι D.L.6.79, cf. Iamb.VP31.192 : written ἐφαμᾶν in Hld.2.20.

German (Pape)

[Seite 898] darauf-, zusammenhäufen; εὐνὴν ἐπαμήσατο, ein Streulager, Od. 5, 482; γῆν, Erde aufschütten, z. B. zum Grabhügel, Her. 8, 24; Xen. Oec. 19, 11; αἰγιαλῖτιν θῖνα Zon. 9 (VI, 404); κόνιν Polyaen. 2, 1, 23; a. Sp.; D. L. 6, 79 auch act., κόνιν ἐπαμῆσαι, vgl. Heliod. 2, 20, wo ἐφαμήσας steht.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰμάομαι: μέλλ. -ήσομαι, Μέσ., ἐπισωρεύω τι δι’ ἐμαυτὸν συνάγων αὐτὸ ἐκ τοῦ ἐδάφους, εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσίν, ἐπεσώρευσε διὰ τῶν χειρῶν καὶ ἐσχημάτισε στρῶμα (ἐκ φύλλων), Ὀδ. Ε. 482· πρβλ. ἀφύσσω ΙΙ· γῆν ἐπομησμένον Θέογν. 428. πρβλ. Ἀνθολ. Π. 7. 446· γῆν ἐπαμησάμενος, ἐπισωρεύσας χῶμα, Ἡρόδ. 8. 24· οὕτος, ἐπ. κόνιν Πολύαιν. 2. 1, 13· ἐπ. τινί τι Πλούτ. 2. 982Β. - Παρὰ μεταγεν. ἀπαντᾷ τὸ ἐνεργ. κόνιν ἐπαμῆσαι Διογ. Λ. 6. 79, πρβλ. Ἰαμβλ. Βίον Πυθ. 192· ὁ τύπος ἐφαμᾶν ἐν Ἡλιοδ. 2. 20 δὲν εἶναι βεβαίως ὀρθός· ἀλλ. ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Β΄ τόμ. σ. 80 τῶν Ἡλ. Αἰθιοπ.

English (Autenrieth)

only aor. ἐπαμήσατο, heaped up for himself a bed of leaves, Od. 5.482†. See ἀμάω.