λάμπω

From LSJ
Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάμπω Medium diacritics: λάμπω Low diacritics: λάμπω Capitals: ΛΑΜΠΩ
Transliteration A: lámpō Transliteration B: lampō Transliteration C: lampo Beta Code: la/mpw

English (LSJ)

Il.13.474, etc.; Ion.Iterat.

   A λάμπεσκεν Emp.84.6, Theoc. (v. infr.): fut. -ψω S.El.66, AP6.249 (Antip.): aor. ἔλαμψα Hdt.6.82 (v.l.), S.OT473 (lyr.), Ar.V.62, Pl.Ep.335d: pf. λέλαμπα (in pres. sense) E.Andr.1025, Tr.1295 (both lyr.):—Med., h.Hom.31.13, etc.: impf. ἐλαμπόμην, Ep. λαμπ-, Il.6.319, E.Med.1194: fut. λάμψομαι (ἐλλ-) Hdt.1.80:—Pass., fut. λαμφθήσομαι (ἐλλ-) Plot.2.9.3: aor. ἐλάμφθην J.BJ4.10.1 (περι-): from these late forms of Pass. must be distd. the similar Ion. forms of λαμβάνω:—give light, shine, of the gleam of arms, τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥς τε στεροπή Il.10.154, cf. 11.66; λάμπε δὲ χαλκῷ, of Hector, 12.463; φῶς λάμπεσκεν Emp. l.c.; ἀπ' ὀφθαλμῶν δὲ κακὸν πῦρ . . λάμπεσκε Theoc.24.19; of the eyes, ὀφθαλμὼ δ' ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον Il.13.474; of the sun, Sol.13.23, etc.; of fire, S.Ant.1007; ἄλσος λάμπεν ὑπὸ δεινοῖο θεοῦ Hes.Sc.71:—Med., κόρυθος -ομένης Il.16.71; λάμπετο δουρὸς αἰχμή 6.319; δαΐδων ὕπο -ομενάων 18.492, Od. (only in this phrase) 19.48, 23.290; χαλκὸς ἐλάμπετο Il.22.134; of a person, -όμενος πυρί 15.623; τεύχεσι λ. 20.46, Hes.Sc.60; ὄσσε -έσθην Il.15.608; πεδίον . . λάμπετο χαλκῷ 20.156, etc.    2 of sound, ring loud and clear, παιὰν δὲ λάμπει S.OT186 (lyr.), cf. 473 (lyr.); cf. λαμπρός 1.4.    3 metaph., shine forth, be famous or conspicuous, λάμπει κλέος Pi.O.1.23; ἀρετά Id.I. 1.22, E.Andr.776 (lyr.); δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν δυσκάπνοις δώμασιν A. Ag.773 (lyr.); τέκνων οἷς ἂν λάμπωσιν νεάνιδες ἧβαι E.Ion476 (lyr.); κάλλος Pl.Phdr.250d.    b Astrol., of a planet, occupy a favourable position, Ptol.Tetr.51.    4 of persons, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ with beaming face, Ar.Eq.550 (anap.); shine, gain glory, οὐδ' εἰ Κλέων γ' ἔλαμψε Id.V.l.c.; ἐν ἄλλοις βουσὶν ἰὼν λάμπεσκεν Theoc.25.141.    II trans., cause to shine, illumine, δόλιον ἀκταῖς ἀστέρα λάμψας E.Hel. 1131 (lyr.), cf. Ion83 (anap.), Ph.226, APl.c., Trag.Adesp.33, etc. —Found chiefly in poetry and Com., though the pres. and impf. occur in X.An.3.1.11 (Med.), Mem.4.7.7, Pl.Phdr.250d, Arist.de An.419a4, and late Prose, and the aor. in Hdt.6.82 (v.l.), Arist.Mu. 395a15, Plu.Tim.3, etc.

German (Pape)

[Seite 13] perf. λέλαμπα, λάμπεσκον, Theocr. 24, 19. 25, 141, – 1) leuchten, glänzen (vgl. λαμπετάω), vom Glanze der Waffen, oft mit dem Blitz verglichen, τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥςτε στεροπή, Il. 10, 154. 11, 66, u. der Augen, ὀφθαλμὼ δ' ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον, 13, 474; vom Blitze, λάμπων πυρὶ κεραυνός Ar. Nubb. 395; von der Sonne, ἔλαμψε Τ, τάν Anacr. 44, 6; ἥλιος, ἠώς, Eur. Ion 83 I. A. 158; vom Feuer, ἐκ δὲ θυμάτων Ἥφαιστος οὐκ ἔλαμψεν Soph. Ant. 994, wie οὐδ' ἔτι πῦρ ἐπὶ βώμων λέλαμπεν Eur. Andr. 1025; λέλαμπεν Ἴλιος Ir. 1295; von Fackeln, πεῦκαι, Mel. 1477. – So auch im med., κόρυθος λαμπομένης, Il. 16, 71, δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων, 18, 492, χαλκὸς ἐλάμπετο εἴκελος αὐγῇ, 22, 134; vgl. Hes. Sc. 60; Eur. Med. 1194 u. sp. D.; seltener in Prosa, σκηπτὸς ἔδοξε πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ἐκ τούτου λάμπεσθαι πᾶσαν Xen. An. 3, 1, 11; λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος Luc. Asin. 51, wo man es auch pass. fassen kann, da Eur. das Wort auch trans. braucht, leuchten, erglänzen lassen, ὦ λάμπουσα πέτρα πυρὸς δικόρυφον σέλας Phoen. 226, δόλιον ἀστέρα λάμψας I. A. 1131, was spätere Dichter nachahmen, wie Antp. Thess. 13 (VI, 249) λάμψω φέγγος. – 2) Uebertr. vom Ruhm, hervorglänzen, λάμπει κλέος Pind. Ol. 1, 23, ἀρετά I. 1, 22, wie Eur. ἁ δ' ἀρετὰ καὶ θανοῦσα λάμπει, Andr. 777; ähnlich Soph. κἀμὲ ἄστρον ἃς λάμψειν ἔτι, El. 66, παιὰν δὲ λάμπει, O. R. 187, wie φάμα, 475, u. öfter von der Stimme (vgl. λαμπρός). – Von der Schönheit, Plat. Phaedr. 250 d.

Greek (Liddell-Scott)

λάμπω: Ὅμ., κτλ.· Ἰων. παρατ. λάμπεσκεν Ἐμπεδ. 225: μέλλ. -ψω Σοφ. Ἠλ. 66: ἀόρ. ἔλαμψα Ἡρόδ. 6. 82, Τραγ.: πρκμ. λέλαμπα (μὲ σημασ. ἐνεστ.) Εὐρ. Ἀνδρ. 1025, Τρῳ. 1295 (ἀμφότερα λυρ.)· - Μέσ., ἐνεστ. καὶ παρατ., Ὁμ., Ἀττ.: μέλλ. λάμψομαι Ἰλ. Ρ. 214, (ἐλλ-) Ἡρόδ. 1. 80. - Παθ., μέλλ. ἐλλαμφθήσομαι Πλωτῖν. 30. 3: ἀόρ. ἐλάμφθην Ἰώσηπ.· - ἐκ τῶν μεταγεν. τούτων τύπων τοῦ παθ. διακριτέον οἱ ὅμοιοι Ἰων. τύποι τοῦ λαμβάνω. (Ἐκ τῆς √ΛΑΜΠ παράγονται ὡσαύτως λαμπάς, λαμπή, λαμπρός, λαμπτήρ· πρβλ. τὸ Λατ. lanterna· ἴσως καὶ Ὄ-λυμπος (Αἰολ.), καὶ τὸ Λατ. limpi-dus). Παρέχω φῶς, ἀκτινοβολῶ, εἶμαι λαμπρός, φωτοβόλος, ἐπὶ τῆς λάμψεως τῶν ὅπλων, τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ’ ὥς τε στεροπὴ Ἰλ. Κ. 154, Λ. 66· λάμπε δὲ χαλκῷ, ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Μ. 463· φῶς λάμπεσκεν Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὀφθαλμὼ δ’ ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον Ἰλ. Ν. 474· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Σόλων 13. 23, Εὐρ. Ἴων 83. κτλ.· ἐπὶ τοῦ πυρός, Σοφ. Ἀντ. 1007· ἄλσος λάμπεν ὑπαὶ θεοῦ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 71· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἢ παθ., λαμπομένης κόρυθος Ἰλ. Π. 71· λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ Ζ. 319· δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων Σ. 492, Ὀδ. (μόνον ἐν ταύτῃ τῇ φράσει) Υ. 48, Ψ. 290· χαλκὸς ἐλάμπετο εἴκελος αὐγῇ Χ. 134· ἐπὶ προσώπου, λαμπόμενος πυρὶ Ο. 623· τεύχεσι λ. Υ. 46· ὄσσε λαμπέσθην Ο. 608ι πεδίον... λάμπετο χαλκῷ Υ. 156, κτλ.· οὕτως ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 60, Εὐρ., κτλ. 2) ἐπὶ ἤχου, εἶμαι εὐκρινής, ἠχῶ λαμπρῶς καὶ εὐκρινῶς, παιὰν δὲ λάμπει Σοφ. Ο. Τ. 186, πρβλ. 473, καὶ ἴδε λαμπρὸς Ι. 2. 3) μεταφορ., ἐκλάμπω, εἶμαι περίφημος, ἐπιφανής, λάμπει κλέος, ἀρετὴ Πινδ. Ο. 1. 36, Εὐρ. Ἀνδρ. 776· δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν δυσκάπνοις δώμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 774· τέκνων... νεάνιδες ἧβαι Εὐρ. Ἴων 476· κάλλος Πλάτ. Φαῖδρ. 250D. 4) ἐπὶ προσώπων, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ, μὲ λαμπρὸν πρόσωπον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 550· λάμπω, δοξάζομαι, φημίζομαι, οὐδ’ εἰ Κλέων γ’ ἔλαμψε ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 62· ἐν ἄλλοις... λάμπεσκεν Θεόκρ. 24. 19, πρβλ. 25. 141. ΙΙ. μεταβ., φωτίζω, κάμνω νὰ λάμπῃ, Εὐρ. Ἠλ. 1131, πρβλ. Ἴωνα 83, Φοιν. 226, Ἀνθ. Π. 249, κτλ. ― Ἡ λέξις εἶναι ποιητ., ἂν καὶ ὁ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἀπαντῶσι παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 3. 1, 11, Ἀπομν. 4. 7, 7, Πλάτ. Φαίδρ. 250D, Ἀριστ. καὶ τοῖς μετεγενεστ. πεζογράφοις, ὁ δὲ ἀόρ. παρ’ Ἡροδ. 6. 82, Πλουτ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

f. λάμψω, ao. ἔλαμψα, pf. λέλαμπα, au sens du prés.
1 briller, resplendir en parl. d’une pers. : λάμπε δὲ χαλκῷ IL (Hector) brillait de l’éclat de ses armes d’airain ; fig. λάμπει δίκα ESCHL la justice resplendit;
2 en parl. de la voix éclater, résonner avec force : παιὰν λάμπει SOPH le péan retentit;
Moy. λάμπομαι briller, resplendir : λαμπομένης κόρυθος IL casque brillant ; τεύχεσι λαμπόμενος, resplendissant de l’éclat des armes.
Étymologie: R. Λαμπ, briller.

English (Autenrieth)

ipf. ἔλαμπ(ε), λάμφ: shine, gleam, be radiant or brilliant.