στροφάλιγξ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
[ᾰ], ιγγος, ἡ, (στρέφω, στροφαλίζω)
A whirl, eddy, ἐν στροφάλιγγι κονίης Il.16.775, Od.24.39; μετὰ σ. κ. Il.21.503; ἀελλάων Opp.H.1.446; καπνοῖο A.R.4.140; of water in a bucket, Id.3.759; of an earthquake, Q.S.3.64: metaph., σ. μάχης AP7.226 (= Anacr. 100); ἄοκνος σ., of existence, Dam.Pr.148. II curve, bend, D.P. 162,584, Q.S.8.236; orbit of a heavenly body, Arat.43, Orph.Fr. 236; of the bowels, Androm. ap. Gal.14.34. III anything of a round shape, e.g. a cheese, Nic.Th.697. IV = στρόφιγξ, pivot, hinge, Epigr. in An.Par.4.385.
German (Pape)
[Seite 956] ιγγος, ἡ, Wirbel, κονίης, Staubwirbel, Il. 16, 775. 21, 503 Od. 24, 39; μάχης, Anacr. 13 (VII, 226); – Krümmung, Bug, D. Per. 162. 584; – auch vom Kreislaufe der Gestirne, Arat. 43. – Uebh. alles Kreisförmige, z. B. ein runder Käse, Nic. 697, γάλακτος ξηροῦ; u. dei Orph. Arg. 532 δεσμοῖσιν ὠκείης στροφάλιγγος ἀρηρότες ἐσφίγγοντο κάλωες. umschlingendes Band. – Auch dasjenige, um das sich etwas Anderes dreht, wie dic Thürangel, die Wagenachse.
Greek (Liddell-Scott)
στροφάλιγξ: [ᾰ], -ιγγος, ἡ, (στρέφω, στροφαλίζω)· - δίνη, περιστροφή, μετὰ στροφάλιγγι κονίης Ἰλ. Π. 775, Φ. 505, Ὀδ. Ω. 39· ἀελλάων Ὀππ. Ἁλ. 1. 446· καπνοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 140· ἐπὶ ὕδατος ἐντὸς ἀντλήματος, αὐτόθι Γ. 759· - με αφορ., στρ. μάχης Ἀνθ. Π. 7. 226. ΙΙΙ. καμπή, Διον. Π. 162, 584· ὡσαύτως, ἡ τροχιὰ ἀστέρος, Ἄρατ. 443. ΙΙΙ. πρᾶγμα ἔχον στρογγύλον σχῆμα, π.χ. τυρός, Νικ. Θηρ. 697. IV. ὡς τὸ στρόφιγξ, πρᾶγμα, ἐφ’ οὗ στρέφεταί τι, Ἐπιγρ. παρὰ τῷ Κραμήρ. ἐν Ἀνεκδ. Παρ. 4. 385, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ἡ) :
tourbillon.
Étymologie: στρέφω.