τρίζω
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
English (LSJ)
Od.24.5,7, Hp.Morb.2.55, Arist.HA504a19, al.; but pf. τέτριγα is more freq. in pres. sense, Ep. part. τετριγῶτες, for τετριγότες, Il.2.314:—prop. of sounds uttered by animals (cf. τριγμός, τρύζω),
A utter a shrill cry, of young birds, Il.2.314; of bats, Od.24.7, cf. Hdt.3.110; of the Τρωγοδύται, τετρίγασι κατά περ αἱ νυκτερίδες Id.4.183; of partridges, Arist.HA536b14; of the ἴυγξ, ib.504a19; of locusts, Id.Mir.844b26; of young swallows, Luc.Tim.21; of the elephant, Id.Zeux.10; of mice, Arat.1132, Babr.108.23, etc.; of the fish called σελάχη, Arist.HA535b25: also applied to the noise made by ghosts, 'squeak and gibber', Il.23.101, Od.24.5,9; ἔτριζον δίκην ἀσπίδων (αἱ ψυχαί) Herm. ap. Stob.1.49.44. 2 of other sounds, τετρίγει (Ep. plpf.) δ' ἄρα νῶτα θρασειάων ἀπὸ χειρῶν the wrestlers' backs creaked, Il.23.714; so τρίζει, crepitates, of a broken collar-bone, Sor.Fract.13; τέτριγε δ' ὁ κυνόδων grinds, Epich.21; τὸ τρίζειν ἀκουσίως involuntary gnashing, Gal.7.150; τ. τοὺς ὀδόντας Ev.Marc.9.18; τοῖς ὀδοῦσι Hippiatr.86; of a musical string, give a crack, AP6.54 (Paul. Sil.); of an axle, creak, ἄξων τετριγὼς ὑπ' ἄμαξαν Call.Hec.1.4.14; so of a cart-wheel, Babr.52.2; of a shoe, Philostr.Ep.37 (τρύζοι codd.); ἡ κοιλίη τ. Hp.Morb.2.55; of singing in the ears, τὰ ὦτα τέτριγε ib.15; of the hissing or crackling of a person burnt in the fire, Eup.120.
German (Pape)
[Seite 1142] fut. τρίσω, auch τρίξω, Hemst. Ar. Plut. 1100; häufig im perf. τέτριγα mit Präsensbdtg, partic. τετριγῶτες, statt τετριγότες, Il. 2, 314; schwirren, schrillen, zirpen, zwitschern; von jungen Vögeln, 2, 314; vom Schwirren der Fledermäuse, Od. 24, 7; vgl. Her. 3, 110. 4, 183; und damit wird das Geräusch verglichen, mit dem sich die Seelen der Abgeschiedeuen bewegen, Il. 23, 101 Od. 24, 5. 9; νῶτα τετρίγει, die Rücken der Ringer knirschten, Il. 23, 714; übh. von seinen, durchdringenden, unartikulirten Tönen, später bes. von der Stimme des Elephanten, Luc. Zeux. 10; vom Knirschen der Zähne, τέτριγεν ὁ κυνόδους, Epicharm. bei Ath. X, 411 b. Auch von leblosen Dingen, ἐπὶ ὰμαξῶν, Zenodot. bei Ammon.; so steht ἐτετρίγει Babr. 52, 2; auch vom schlingenden Tone des gefeilten Eisens.
Greek (Liddell-Scott)
τρίζω: Ὀδ. Ω. 5. 7, Ἱππ. 480. 52, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 6· ἀλλ’ ὁ πρκμ. τέτρῑγα εἶναι συνηθέστερος μετὰ σημασίας ἐνεστ.· Ἐπικ. μετοχ. τετριγῶτες, ἀντὶ τετριγότες, Ἰλ. Β. 314· ἀόρ. ἔτριξα Νεῖλ. (Ἐκ τῆς √ ΤΡΙΓ, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πρκμ.). Κυρίως ἐπὶ ἤχων οὓς ἐκπέμπουσι ζῷα (πρβλ. τριγμός, τρύζω), ἐκπέμπω τριγμόν, «τσιρίζω», ἐπὶ μικρῶν πτηνῶν ἢ νεοσσῶν, ἔνθ’ ὅ γε τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε τετριγῶτας Ἰλ. Β. 314· ἐπὶ νυκτερίδων, ὡς δ’ ὅτε νυκτερίδες μυχῷ ἄντρου... τρίζουσαι ποτέονται... ὣς αἱ τετριγυῖαι ἅμ’ ἤϊσαν Ὀδ. Ω. 7, ἴδε Valck. εἰς Ἡρόδ. 3. 110., 4. 183· ἐπὶ περδίκων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 9, 19· ἐπὶ ἴυγγος, ἶυγξ τῇ φωνῇ τρίζει αὐτόθι 2. 12, 6· ἐπὶ ἀκρίδων, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 139· ἐπὶ νεοσσῶν χελιδόνων, Λουκ. Τίμ. 21· ὡσαύτως λέγεται ἐπὶ τοῦ θορύβου ὃν ποιοῦσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀποθνησκόντων (πρβλ. umbrae... resonarent triste et acutum, Ὁράτ.), ψυχὴ δὲ κατὰ χθονὸς ἠΰτε καπνὸς ᾤχετο τετριγυῖα Ἰλ. Ψ. 101, Ὀδ. Ω. 5. 9· ἐπὶ τοῦ ἐλέφαντος, Λουκ. Ζεῦξις 10· ἐπὶ τῶν μυῶν, Βάβρ. 108. 23, Ἄρατ., κλπ.· ἐπὶ τῶν ἰχθύων οἵτινες καλοῦνται σελάχη, τῶν σελαχῶν ἔνια δοκεῖ τρίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 6. 2) ἐπὶ ἄλλων ἤχων, νῶτα τετρίγει (Ἐπικ. ὑπερσ.) ... θρασειάων ἀπὸ χειρῶν, ἔτριξαν τὰ νῶτα τοῦ παλαίοντος, Ἰλ. Ψ. 714· τέτριγε δ’ ὁ κυνόδων Ἐπίχ. 9 Ahr.· τρ. τοὺς ὀδόντας Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Θ΄, 18· ἐπὶ χορδῆς μουσικοῦ ὀργάνου, Ἀνθ. Π. 6. 54· ἐπὶ ἁμάξης, ταῦροι ἅμαξαν... εἷλκον, ἡ δ’ ἐτετρίγει Βάβρ. 52. 2· ἐπὶ θύρας, Νεῖλ.· ἐπὶ τῆς κοιλίας, καὶ ἡ κοιλίη τρίζει καὶ τὸ σῶμα ναρκᾷ Ἱππ. 480. 52· ἐπὶ τῆς βοῆς τῶν ὤτων, καὶ τὰ ὦτα τέτριγε ὁ αὐτ. 466. 36 ἐπὶ τοῦ σίζοντος ἢ τρίζοντος ἤχου τοῦ ἐπὶ τοῦ πυρὸς καιομένου πράγματος, ὃν χρῆν... κάεσθαι τετριγότα Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 20. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 230 κἑξ., 859.
French (Bailly abrégé)
ao. ἔτρισα, pf.2 au sens d’un prés. τέτριγα;
1 pousser un petit cri aigu;
2 grincer, craquer;
3 pousser un cri inarticulé.
Étymologie: R. Τριγ, faire un bruit aigu ; cf. lat. strideo.
English (Autenrieth)
(cf. strideo, strix), part. τρίζουσαι, perf. part., w. pres. signif., τετρῖγυῖα, τετρῖγῶτες, plup. τετρίγει: of birds, twitter, Il. 2.314; of bats, ghosts, squeak, gibber, Od. 24.5, 7, 9; of wrestlers' backs, crack, Il. 23.714.