νικαφορία

From LSJ
Revision as of 12:20, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νικαφορία Medium diacritics: νικαφορία Low diacritics: νικαφορία Capitals: ΝΙΚΑΦΟΡΙΑ
Transliteration A: nikaphoría Transliteration B: nikaphoria Transliteration C: nikaforia Beta Code: nikafori/a

English (LSJ)

νῑκ-φόρος, Dor. for νικηφ-.

Greek (Liddell-Scott)

νικαφορία: -φόρος, Δωρ. ἀντὶ νικηφορία, νικηφ-, Πίνδ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
victoire remportée, victoire.
Étymologie: νικηφόρος.

English (Slater)

νῑκᾱφορία
   1victory in athletic competition. ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.59) χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος (P. 1.59) ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον (N. 2.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† (N. 10.41) νικ] αφορίαν [(alia possis) P. Oxy. 841, 48. dub.] φοριᾶν Πα. 17b. 26.