φλόξ

From LSJ
Revision as of 12:22, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλόξ Medium diacritics: φλόξ Low diacritics: φλοξ Capitals: ΦΛΟΞ
Transliteration A: phlóx Transliteration B: phlox Transliteration C: floks Beta Code: flo/c

English (LSJ)

ἡ, gen. φλογός: (φλέγω):—

   A flame of fire, Od.24.71, etc.; δεινὴ δὲ φλὸξ ὦρτο θεείου καιομένοιο Il.8.135; τῆς δὲ [νηὸς] κατ' ἀσβέστη κέχυτο φλόξ 16.123; κατὰ πῦρ ἐκάη καὶ φλὸξ ἐμαράνθη 9.212; more fully, φλὸξ Ἡφαίστοιο Il.17.88, Od. l.c.; πυρός Pi.P.4.225, E.Ba.8, Heracl.914 (lyr.), Pl.Ti.83b, etc. (but also φλογὸς αἰθέριον πῦρ Parm.8.56); φλογὸς σπέρμα, of live charcoal, Pi.O.7.48; ἀναιθύσσειν, θύειν, E.Tr.344, IT1331; ἐγείρειν, παρακαλεῖν, X. Smp.2.24, Cyr.7.5.23; ἐμβαλεῖν τινι E.Alc.4, Rh.120; σβέσαι Th.2.77; φ. ἀπέσσυτο Hes.Th.859; ἀπορρέουσα Pl.Ti.67c; φλογὸς ἀποσβεσθείσης ib.58c: later in pl., flames, meteors, Arist.Mete.341b2, Mu.392b3, 400a30, Orph.L.178, Nic.Fr.74.48.    2 fire as an element, φλογὸς αἶσα Parm.12.2; φ. ἱλάειρα Emp.85.    3 of other kinds of flame, φ. κεραυνία, οὐρανία, of lightning, A.Pr.1017, E.Med. 144 (anap.); of the heat of the sun, A.Pr.22, Pers.505, S.Tr.696; flash of a miraculous cloud, Il.18.206; of precious stones, ψυχρὰ φ. Pi.Fr. 123.5; the blade of a sword, LXX Jd.3.22, Aq., Thd.1 Ki.17.7.    4 in similes and metaphors, φλογὶ εἴκελος, ἶσος, of fiery warriors, Il.13.330, 39; φ. οἴνου the fiery strength of wine, E.Alc.758; φ. πήματος S.OT166 (lyr.).    II wallflower, Cheiranthus Cheiri, Thphr.HP6.6.2.

German (Pape)

[Seite 1293] ἡ, φλογός, die Flamme, jedes helle, hoch auflodernde Feuer; oft in der Il., z. B. δεινὴ δὲ φλὸξ ὦρτο θεείου καιομένοιο 8, 135; ἐπεὶ κατὰ πῦρ ἐκάη καὶ φλὸξ ἐμαράνθη 9, 212; in der Od. nur 24, 71, ἐπεὶ δέ σε φλὸξ ἤνυσεν Ἡφαίστοιο; oft bei Hes.; Pind. Ol. 7, 48 u. sonst; Tragg.: von dem Blitz, καταιβάτης κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα Aesch. Prom. 359; ῥιπτέσθω μὲν αἰθαλοῦσσα φλόξ 994, vgl. 1019; von der Sonne, 22 Pers. 497; Soph. Tr. 693 O. R. 1425, vom Feuer; auch übertr., vom Leid, 166; φλὸξ οὐρανία, der Blitz, Eur. Med. 144, u. öfter; selbst οἴνου, Alc. 758; auch in Prosa, wie Plat. Tim. 67 c; φλόγα παρακαλεῖν, ἐγείρειν, Xen. Cyr. 7, 5,23 Conv. 2, 24; bei sp. D. auch im plur. nicht selten, wie in späterer Prosa, vgl. L. Dind. Xen. Conv. 2, 24; λύχνος ἔχων φλόγας ἀνακεχυμένας Ath. 475.

Greek (Liddell-Scott)

φλόξ: ἡ, γενικ. φλογός· (φλέγω)· ― ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «φλόγα» , Ὀδ. Ω. 71, καὶ συχν. ἐν τῇ Ἰλ.· δεινὴ δὲ φλὸξ ὦρτο θεείου καιομένοιο Θ. 135· τῆς δὲ [νηὸς] κατ’ ἄσβεστος κέχυτο φλὸξ Π. 123· κατὰ πῦρ ἐκάη καὶ φλόξ ἐμαράνθη Θ. 212· πληρέστερον, φλὸξ Ἡφαίστοιο Ἰλ. Ρ. 88, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πυρὸς Πινδ. Π. 4. 400, Εὐρ. Βάκχ. 8, Ἡρακλ. 914, Πλάτ., κλπ.· φλογὸς σπέρμα, ἀνημμένος ἄνθραξ, Πινδ. Ο. 7. 87. φλόγα δαίειν Ἰλ. Σ. 206· ἀναιθύσσειν, θύειν Εὐρ. ἐν Τρῳ. 344· ἐν Ι. Τ. 1331· ἐγείρειν, παρακαλεῖν Ξεν. Συμπ. 2. 24, Κύρ. Παιδ. 7. 5, 23· ἐμβάλλειν τινὶ Εὐρ. Ἄλκ. 4, Ρῆσ. 120· σβέσαι Θουκ. 2. 77· ― φλὸξ ὦρτο, κατακέχυτο Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἀπέσσυτο Ἡσ. Θεογ. 859· ἀπορρεῖ Πλάτ. Τίμ. 67C· ἀποσβέννυται αὐτόθι 58C· ― ὁ πληθ. φλόγες = μετέωρα, εἶναι μεταγενέστ., Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 1, π. Κόσμ. 2. 11, Ὀρφ. Λιθ. 176, Νικ. Ἀποσπ. 2. 48 (παρ’ Ἀθην. 684Α), πρβλ. L. Dind. εἰς Ξεν. Συμπ. 2. 24. 2) ἐπὶ φλογὸς ἄλλου εἴδους, φλ. κεραυνία, οὐρανία, κεραυνός, ἀστραπή, Αἰσχύλ. Πρ. 359, 922, 992, 1017, Εὐρ. Μήδ. 144· ― ὡσαύτως ἐπὶ τῆς θερμότητος τοῦ ἡλίου, Αἰσχύλ. Πρ. 22, Πέρσ. 505, Σοφ. Τραχ. 696· ― ἡ λάμψις στιλβούσης περικεφαλαίας, Ἰλ. Σ. 206· ― ἐπὶ πολυτίμων λίθων, ψυχρὰ φλ. Πινδ. Ἀποσπ. 88. 5· ἐπὶ ξίφους, Ἑβδ. (Κριτ. Γ΄, 22). 3) μεταφορ., ὁ Ὅμ. περιγράφει ὁρμητικὸν πολεμιστὴν διὰ τῆς φράσεως, φλογὶ εἴκελος, ἶσος Ἰλ. Ν. 39, 330, 668, κλπ.· ― φλ. οἴνου, ἡ φλογερὰ δύναμις τοῦ οἴνου, Εὐρ. Ἄλκ. 758· φλ. πήματος Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 166· ― ἴδε ἐν λ. φαεσφόρος. ΙΙ. φυτόν τι (καλούμενον παρὰ Πλινίῳ Viola alba 21. 38), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 2.

French (Bailly abrégé)

φλογός (ἡ) :
I. flamme, particul. :
1 flamme du feu;
2 flamme en gén.
3 fig. ardeur;
II. phlox, sorte de plante.
Étymologie: φλέγω.

English (Autenrieth)

φλογός (φλέγω): flame, blaze. (Il. and Od. 24.71.)

English (Slater)

φλόξ (φλόξ, φλογός, φλογί, φλόγ(α))
   1fire αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' φλογὸς οὔ (O. 7.48) πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα (P. 1.24) βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον καιομένοιο πυρός (P. 4.225) τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει (I. 4.65) φλόγα δερκομ [Δ. 4. b. 9. ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 6.