σύνεσις

From LSJ
Revision as of 12:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνεσις Medium diacritics: σύνεσις Low diacritics: σύνεσις Capitals: ΣΥΝΕΣΙΣ
Transliteration A: sýnesis Transliteration B: synesis Transliteration C: synesis Beta Code: su/nesis

English (LSJ)

Att. ξύνεσις, εως, ἡ, (συνίημι)

   A uniting, union, πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν Od.10.515 (with ξυν- metri gr.).    2 metaph., with allusion to foreg. signf. and signf. 11, χωρὶς ἕκαστος εἰς τὸ φρονεῖν ἀσθενής, συμβάλλων δὲ εἰς ἓν πᾶς ἐν τῇ συνόδῳ καὶ τῇ ὡς ἀληθῶς συνέσει τὸ φρονεῖν ἐγέννησε καὶ εὗρε Plot.6.5.10.    II faculty of quick comprehension, mother-wit, sagacity, Democr.77, Th.2.62, 3.82, etc.; οἰκείᾳ ξυνέσει Id.1.138, cf. Pl.Cra.412a, Phlb. 19d, Arist.EN1143a17, D.18.127, Ev.Luc.2.47, Gal.6.457, etc.; hence of animals, ὃ [ζῷον] συνέσει . . ὑπερέχει τῶν ἄλλων Pl.Mx. 237d:—Phrases, ὅστις γε σύνεσιν ἔχει Hdt.2.5, 7.49; ἀρκεῖν ξυνέσει E.Tr.674; ξ. καὶ σοφία Id.HF655 (lyr.); φρόνησίς τε καὶ ξ. Pl. Cra.411a; σ. λαβεῖν, of children, Arist.EN1161b26; μοῖραν ἔχειν συνέσεως ( αἰσθήσεως) Democr. ap. Thphr.Sens.71; also with qualifying words added, σ. φρενῶν Pi.N.7.60; γνώμης ξ. Th.1.75; σ. πολιτική Arist.Pol.1291a28; ἡ περὶ τὴν διάνοιαν σ. Id.HA588a23; ἡ ὑμετέρα σ. as form of address, Sammelb.7433.6 (v A.D.).    2 c. gen. objecti, intelligence in a thing, sagacity in respect to it, Pl.Cra. 412c, D.S.1.1; περὶ τῶν παρόντων Th.2.97.    III conscience = συνείδησις, ἡ σ. (sc. μ' ἀπόλλυσι) · ὅτι σύνοιδα δείν' εἰργασμένος E.Or. 396, cf. Men.632, Plb.18.43.13.    IV a branch of art or science, οἱ περὶ τὴν σ. ταύτην, i.e. music, Arist.Pol.1342b8.    b knowledge, opp. ἄγνοια, Id.de An.410b3.    V decision, decree, IG5(1).1390.112 (Andania, i B.C.). (Plato (Cra.412a) derives σύνεσις 11 from συνιέναι (σύνειμι) come together, neglecting the unwritten aspiration (συνἱέναι); but the form and signfs. point to συνίημι 11, perceive, apprehend, cf. Arist.EN1143a17.)

German (Pape)

[Seite 1020] ἡ, eigtl. wie σύμβλησις, das Zusammentreffen, -fließen, die Vereinigung, ξύνεσις δύω ποταμῶν, Od. 10, 515. – Gew. übertr., Fassungskraft, Verstand, Einsicht; φρενῶν, Pind. N. 7, 60; εἰ τοῖς ἦν ξύνεσις, Eur. Herc. Fur. 655; ξύνεσιν ἢν ἔχων τύχῃ, I. A. 375; ἐνθεὶς σύνεσιν, Suppl. 203; Her.; Thuc., u. sonst in Prosa: neben φρόνησις, Plat. Crat. 411 a; τῇ ξυνέσει ταύτῃ καὶ ἐπιστήμῃ, 437 b; Ggstz ἄγνοια, Rep. II, 376 b; also auch Wissen wovon, Kenntniß, Einsicht, σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον, Dem. 18, 127; οἱ περὶ τὴν σύνεσιν ταύτην, Arist. pol. 8, 7; von φρόνησις unterschieden, eth. 6, 11; Bewußtsein, Gewissen, Eur. Or. 398; Pol. 18, 26, 13; Hdn. 4, 7.

Greek (Liddell-Scott)

σύνεσις: Ἀττ. ξύνεσις, εως, ἡ· (ἴδε ἐν τέλει)· ― ἐπὶ ποταμῶν ἢ ῥευμάτων, συμβολή, πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν, «λέγει ξύνεσιν κατὰ τοὺς παλαιοὺς συνάφεσιν καὶ εἰς ταὐτὸ συμβολὴν ποταμῶν» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 515 (ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ χάριν τοῦ μέτρου)· ἡ τῶν δύο γραμμῶν σ. εἰς ἓν Ἰάμβλ. εἰς Νικομ. 133Β· ἡ τῶν ὅλων σ. Κλήμ. Ἀλεξ. 674. ΙΙ. ἡ δύναμις τοῦ ταχέως ἀντιλαμβάνεσθαι, εὐφυΐα, ὀξύνοια, Θουκ. 2. 62., 3. 82, κτλ.· οἰκείᾳ ξυνέσει, ἀντίκειται τῇ μαθήσει (ἐπὶ τοῦ Θεμιστοκλέους) ὁ αὐτ. 1. 138, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 412Α, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 10, καὶ ἴδε συνετός· ὅθεν ἐπὶ ζῴων, ὃ [[[ζῷον]]] συνέσει... ὑπερέχει τῶν ἄλλων Πλάτ. Μενέξ. 237D. πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1, 2· ― φράσεις: εἴ τις σύνεσιν ἔχει Ἡρόδ. 2. 5, πρβλ. 7. 49· ἀρκεῖν ξυνέσει Εὐρ. Τρῳ. 669· ξ. καὶ σοφία ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 655· φρόνησίς τε καὶ ξ. Πλάτ. Κρατ. 411Α· σ. λαβεῖν, ἐπὶ παιδίων, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12. 2· ― ὡσαύτως προστιθεμένου προσδιορισμοῦ, σ. φρενῶν Πινδ. Ν. 7. 88· ξ. γνώμης Θουκ. 1. 75· σ. πολιτικὴ Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 14· ἡ περὶ διάνοιαν σ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1. 2. 2) μετὰ γεν. ἀντικειμένου, εὐφυΐα πρὸς τι πρᾶγμα, ὀξύνοια, ταχύτης ἀντιλήψεως ὡς πρός τι, Πλάτ. Κρατ. 412C, Διόδ. 1. 1· περί τινος Θουκ. 2. 97· οὕτω, σ. πολιτικὴ Ἀριστ. Πολιτ. 4. 4, 14. ΙΙΙ. = συνείδησις, Εὐρ. Ὀρ. 396, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 86, Πολύβ. 18. 26, 13. IV. ἐπὶ ἀντικειμενικῆς ἐννοίας, κλάδος τέχνης ἢ ἐπιστήμης, οἱ περὶ τὴν σ. ταύτην, δηλ. τὴν μουσικήν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 11· ― ὡσαύτως, γνῶσις, ἀντίθετον τῷ ἄγνοια, ὁ αὐτ. περὶ Ψυχῆς 1. 5, 13. (Ἡ σημασία Ι ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν ὑπὸ τοῦ Πλάτωνος γενομένην ἐτυμολογίαν ἐκ τοῦ συνιέναι (σύνειμι), συνέρχεσθαι· ἀλλ’ αἱ ἄλλαι σημασίαι ἀποκλίνουσι μᾶλλον πρὸς τὸ συνίημι ΙΙ, ἀντιλαμβάνομαι, ἐννοῶ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 10, 4).
ἡ. Εἰς τὰς μέχρι τοῦδε γνωστὰς σημασίας τῆς λέξεως προστεθήτω καὶ ἡ τῆς προφορικῆς ἢ ἐγγράφου γνωστοποιήσεως εἴτε ἐκθέσεως (rapport), ἣν εὑρίσκομεν ἐν τῇ Ἐπιγρ. Ἀνδανίας παρὰ L. et F. 326a, ἔνθα § 23 ἀναγινώσκονται τά: συνέσιος ἀναφορᾶς· οἱ ἱεροὶ ὅσα κα διοικήσωντι ἐν τᾷ παναγύρει ἢ κατακρίνωντί τινας, σύνεσιν ἀνενεγκάντω εἰς τὸ πρυτανεῖον, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 rencontre, jonction (de deux fleuves);
2 fig. compréhension, intelligence.
Étymologie: συνίημι.

English (Autenrieth)

(ἵημι): conflux, Od. 10.515†.

English (Slater)

σύνεσις
   1 understanding Θεαρίων, τὶν δὲ τόλμαν τε καλῶν ἀρομένῳ σύνεσιν οὐκ ἀποβλάπτει φρενῶν (sc. Μοῖρα: σύνεσις codd., corr. Hermann) (N. 7.60) τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις πρόσκοπος ἐσάωσεν fr. 231.