French (Bailly abrégé)
α;
adj. m. dor.
hospitalier.
Étymologie: ξένος, ἡγέομαι.
English (Slater)
ξενᾱγέτας
1 guiding strangers βάρυνθεν δὲ περισσὰ Δελφοὶ ξεναγέται (N. 7.43)
English (Slater)
ξενᾱγέτας
1 guiding strangers βάρυνθεν δὲ περισσὰ Δελφοὶ ξεναγέται (N. 7.43)