τεσσαράκοντα

From LSJ
Revision as of 12:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεσσᾰράκοντα Medium diacritics: τεσσαράκοντα Low diacritics: τεσσαράκοντα Capitals: ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ
Transliteration A: tessarákonta Transliteration B: tessarakonta Transliteration C: tessarakonta Beta Code: tessara/konta

English (LSJ)

[ρᾰ], Att. τεττᾰράκοντα IG22.334.23; Ion. τεσσεράκοντα (q.v.); Sicilian Ionic tetra/ϟonta Supp.Epigr.4.64 (vi B.C.); Dor. τετρώκοντα Tab.Heracl.1.20, al., SIG241.67 (Delph., iv B.C.), IG5(2).357.16 (Stymphalus, iii B.C.), 9(1).880.15 (Corc.), cf. τετρωκοντάλιτρος and

   A v. τεσσαρακοστός; once Dor. τεταράκοντα IG4.823.63 (Troezen); Boeot. πετταράκοντα (q.v.): οἱ, αἱ, τά, indecl.:—forty, Il.2.524, etc.    II οἱ τ. the Forty, a body of justices who went round the Attic demes to hear all causes up to ten drachmae, Isoc. 15.237; also cases of assault, D.37.33: changed from Thirty to Forty after the expulsion of the Thirty Tyrants, Arist.Ath.53.1.

German (Pape)

[Seite 1095] att. τετταράκοντα, οἱ, αἱ, τά, indecl., vierzig, Hom. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

τεσσᾰράκοντα: [ρᾰ], Ἀττ. τεττᾰράκοντα, Ἰων. τεσσεράκοντα, οἱ, αἱ, τά, ἄκλιτ.· (τέσσαρες)· ― ὡς καὶ νῦν, τεσσαράκοντα, κοινῶς «σαράντα», Ὅμ., κλπ.· ― ὑπάρχει καὶ Δωρικ. τύπος τετρώκοντα ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1690. 16., 1907. 15, κ. ἀλλ., ἴδε Ahrens D. D. σελ. 280, καὶ πρβλ. τεσσαρακοστός· Βοιωτ. πετταράκοντα Συλλ. Ἐπιγρ. 1569 51. ΙΙ. οἱ τεσσαράκοντα, δικασταὶ περιερχόμενοι τοὺς Ἀττικοὺς δήμους καὶ δικάζοντες πᾶσαν δίκην μέχρι δέκα δραχμῶν, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 237· ὡσαύτως καὶ ἐγκλήματα ὕβρεως, Δημ. 976. 8· καλούμενοι καὶ δικασταὶ κατὰ δήμους ὁ αὐτ. 735. 10· ἐγένοντο δὲ ἀπὸ τριάκοντα εἰς τεσσαράκοντα μετὰ τὴν ἔξωσιν τῶν τριάκοντα Τυράννων, Πολυδ. Η΄, 100.

French (Bailly abrégé)

numéral indécl.
quarante.
Étymologie: τέσσαρες, -κοντα.

English (Autenrieth)

forty.

English (Slater)

τεσςᾰρᾰκοντα
   1 forty ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις (P. 5.49) τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι (P. 9.113)

English (Slater)

τεσςᾰρᾰκοντα
   1 forty ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις (P. 5.49) τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι (P. 9.113)