ἄνθρωπος

From LSJ
Revision as of 14:01, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνθρωπος Medium diacritics: ἄνθρωπος Low diacritics: άνθρωπος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: ánthrōpos Transliteration B: anthrōpos Transliteration C: anthropos Beta Code: a)/nqrwpos

English (LSJ)

ἡ, Att. crasis ἅνθρωπος, Ion. ὥνθρωπος, for ὁ ἄνθρ-:—

   A man, both as a generic term and of individuals, Hom. etc., opp. gods, ἀθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων Il.5.442, etc.; πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων the men of the east or of the west, Od.8.29; even of the dead in the Isles of the Blest, ib.4.565; κόμπος οὐ κατ' ἄνθρωπον A.Th.425, cf. S.Aj.761.    2 Pl. uses it both with and without the Art. to denote man generically, ὁ ἄ. θείας μετέσχε μοίρας Prt.322a; οὕτω . . εὐδαιμονέστατος γίγνεται ἄ. R.619b, al.; ὁ ἄ. the ideal man, humanity, ἀπώλεσας τὸν ἄ., οὐκ ἐπλήρωσας τὴν ἐπαγγελίαν Arr.Epict.2.9.3.    3 in pl., mankind, ἀνθρώπων . . ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν Il.9.134; ἐν τῷ μακρῷ . . ἀνθρώπων χρόνῳ S.Ph.306; ἐξἀνθρώπων γίγνεσθαι depart this life, Paus.4.26.5, cf. Philostr.VA8.31.    b joined with a Sup. to increase its force, δεινότατον τῶν ἐν ἀνθρώποις ἁπάντων D.53.2; ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ the best quail in the world, Pl.Ly.211e; freq. without a Prep., μάλιστα, ἥκιστα ἀνθρώπων, most or least of all, Hdt.1.60, Pl.Lg.629a, Prt.361e; ἄριστά γ' ἀ., ὀρθότατα ἀ., Id.Tht.148b, 195b, etc.    c τὰ ἐξ ἀνθρώπων πράγματα 'all the trouble in the world', ib.170e; γραφὰς τὰς ἐξ ἀνθρώπων ἐγράφετο Lys.13.73; αἱ ἐξ ἀνθρώπων πληγαί Aeschin.1.59; πάντα τὰ ἐξ ἀνθρώπων κακὰ ἔλεγε D.C.57.23.    4 joined with another Subst., like ἀνήρ, ἄ. ὁδίτης Il.16.263; πολίτας ἀ. D.22.54; with names of nations, πόλις Μερόπων ἀνθρώπων h.Ap.42; in Att. freq. in a contemptuous sense, ἄ. ὑπογραμματεύς, ἄ. γόης, ἄ. συκοφάντης, Lys.30.28, Aeschin.2.153,183; ἄ. ἀλαζών X.Mem.1.7.2; ἄ. ὑφάντης Pl.Phd.87b; Μενίππου, Καρός τινος ἀνθρώπου D.21.175; ἄ. βασιλεύς Ev.Matt.22.2.    5 ἅνθρωπος or ὁ ἄνθρωπος alone, the man, the fellow, Pl.Prt.314e, Phd.117e; ὡς ἀστεῖος ὁ ἄ., with slight irony, ib.116d, al.; with a sense of pity, D.21.91.    6 in the voc. freq. in a contemptuous sense, as when addressed to slaves, etc., ἄνθρωπε or ὤνθρωπε sirrah! you sir! Hdt.3.63,8.125, and freq. in Pl., but in Trag. only S.Aj.791,1154; simply, brother, POxy.215.1, Diog.Oen. 2.    7 slave, ἂν ἄ. ᾖ Philem.22; ἄ. ἐμός Gal.14.649; ὁ ἄ. τῆς ἁμαρτίας or ἀνομίας 2 Ep.Thess.2.3; ἄ. τοῦ Θεοῦ 1 Ep.Tim. 6.11; but τιθέναι τινὰ ἐν ἀνθρώποις make a man of, of a freed slave, Herod.5.15.    8 ἄ. ἄ. any one, Hebraism in LXX Le.17.3 (cf. ἀνήρ VI.8); . like Germ. man 'one', 1 Ep.Cor.4.1,al.    9 Medic., name of a plaster, ἡ διὰ σάνδυκος ἄ. καλουμένη Aët.15.43.    II as fem., woman, Pi.P.4.98, Hdt.1.60, Isoc.18.52, Arist.EN1148b20; contemptuously, of female slaves, Antipho1.17, Is.6.20, etc.; with a sense of pity, D.19.197.—Prop. opp. θηρίον, cf. ἀνήρ; but opp. γυνή, Aeschin.3.137; ἀπὺ ἀνθρώπου ἕως γυναικός LXX 1 Es.9.40, etc.

German (Pape)

[Seite 235] ὁ, in der Krasis ion. ὥνθρωπος, att. ἅνθρωπος (Ableitung der Alten schwankt zwischen ἄνω ἀθρεῖν, vom aufwärts gerichteten Blick des Menschen, u. Plat. ἀναθρεῖ ἃ ὄπωπε, Crat. 899 c; richtiger nicht als Zusammensetzung, viell. als Ableitung von dem Stamme ανθ, ἄνθος, ἀνθέω zu betrachten, vgl. übrigens Lob. paralip. 118), der Mensch zur Bezeichnung der Gattung, sowohl im Ggstz zu den Thieren, als zu den Göttern, ἀθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ὲρχομένων τ' ἀνθρώπων Il. 5, 442; auch nach dem Tode noch, die Abgeschiedenen, und die in's Elysische Gefilde Versetzten Od. 4, 565. 568. Daher οἱ ἄνθρωποι, die Menschen, das ganze Menschengeschlecht, μαντήϊα μοῦνα ἐν ἀνθρώποις, die einzigen Orakel in der Welt, Her. 1, 53; τὸν ἄριστον ἐν ἀνθρώποις ὄρτυγα, die beste Wachtel in der Welt, Plat. Lys. 211 e; vgl. Xen. Mem. 8, 6, 2 καλὸν γὰρ εἴπερ τι καὶ ἄλλο τῶν ἐν ἀνθρώποις; τῶν ἐν ἀνθρώποις ἁπάντων δεινότατον Dem. 53, 2; u. beim compar., οὐδὲν τῶν ἐν ἀνθρώποις ἀνισώτερον εἶναι Xen. Cyr. 2, 2, 17. So wird dem superlat. ἀνθρώπων zur Verstärkung hinzugesetzt, φθονερὸς ἥκιστ' ἀνθρώπων, am allerwenigsten (unter den Menschen), Plat. Prot. 361 b; ἄριστάγ' ἀνθρώπων Theaet. 148 b; ἀκριβέστατα ἐπίστασαι ἀνθρώπων, am allergenauesten, Hipp. mai. 285 c. Auch ἐξ ἀνθρώπων, z. B. τὰ ἐξ ἀνθρ. πράγματα, unglaublich viel, Theaet. 170 e; αἱ ἐξ άνθρώπων πληγαί, die menschenmöglichsten Prügel, Aesch. 1, 59; Lys. 13, 73 γραφὰς τὰς ἐξ ἀνθρώπων ἐγράφετο; bes. bei Sp. Cor. Heliod. 2, p. 34. Man vgl. οἱ πατέρες, ὅσα ἄνθρωποι, οὐκ ἀμαθεῖς ἔσονται, so weit es für Menschen möglich ist. Plat. Rep. V, 467 c. Uebh. ist ἄνθρωπος, auch mit dem Artikel, die allgemeine Bezeichnung für Men sch, im Deutschen oft durch man auszudrücken. – Zuweilen tritt noch ein anderes Substantivum mit ursprünglich adjektivischem Begriff dazu, ἄνθρωπος ὁδίτης, Wandersmann, Il. 16, 263 Od. 13, 123; auch bei Völkernamen, h. Ap. 42. Bei den Attikern hat es in Vrbdg mit Personalbenennungen. die einen Stand, ein Geschäft, ein Volk bezeichnen, meist einen verächtlichen Nebenbegriff, oder in Hinsicht auf menschliche Gebrechlichkeit etwas Bemitleidendes, vgl. Beisp. bei Menke zu Luc. Gall. 18 (wie ἀνήρ einen ehrenden); ἄνθρωπος ὑφάντης Plat. Phaed. 87 b; ὑπογραμματεῖς Lys. 30, 28; ἐπιθυμιῶν παρασκευασταί Plat. Gorg. 518 c; κόλαξ Dio Chrys. Abweichend πολῖται Xen. Cyr. 8, 7, 14; Ἕλλην Aesch. 3, 154. So steht auch ἄνθρωπος allein, verächtlich, bes. von Sklaven, Her. 9, 39; Plat. Prot. 314 e; Dem. 48, 37; u. mit leichtem Vorwurf, ὦ ἄνθρωπε, Mensch! Plat. Prot. 330 d Gorg. 452 b. Vorzugsweise bezeichnet es den Mann, Aesch. 3. 157 πρεσβύτας ἀνθρώπους neben πρεσβύτιδας γυναῖκας; das fem. ἡ ἄνθρωπος hat zuerst Her. 1, 60, und dann die Redner, gewöhnl. von Sklavinnen, und im verächtlichen Sinne, Antiph. 1, 17; Is. 6, 21; Dem. 19, 197. – Vgl. übrigens ἀνήρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνθρωπος: ὁ, παρ’ Ἀττ. ἐν κράσει ἄνθρωπος, Ἴων ὤνθρωπος ἀντὶ ὁ ἄνθρ-. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀνήρ, ἀνδρὸς καὶ ὤψ, ὁ ἔχων ὄψιν ἢ πρόσωπον ἀνδρός, Pott, Curt., κλπ.). Ἄνθρωπος καὶ ὡς ὄνομα τοῦ εἴδους καὶ ἐπὶ ἀτόμων, ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς θεούς, ἀθανάτων τε θεῶν, χαμαὶ ἐρχομένων τ’ ἀνθρώπων Ἰλ. Ε. 412, κτλ.· ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων, «ἡ πρὸς ἀντὶ τῆς ἀπὸ ἵν’ ᾖ ἀπὸ τῶν πρὸς δυσμὰς ἢ πρὸς ἀνατολάς» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 29· ὁ Ὅμηρος δίδει τὸ ὄνομα τοῦτο ἔτι καὶ εἰς τοὺς θανόντας καὶ εὑρισκομένους ἤδη ἐν τῷ Ἠλυσίῳ πεδίῳ, τῇπερ ῥηΐστη βιοτὴ πέλει ἀνθρώποισιν Ὀδ. Δ. 565: ― κόμπος οὐ κατ’ ἄνθρωπον Αἰσχύλ. Θ. 425, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 761. 2) ὁ Πλάτ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μετά τε τοῦ ἄρθρου καὶ ἄνευ αὐτοῦ ὅταν ὁμιλῇ ἐν γένει περὶ ἀνθρώπου, ὁ ἄνθρ. θείας μετέσχε μοίρας Πρωτ. 322Α· οὕτω... εὐδαιμονέστατος γίγνεται ἄνθρ. Πολ. 619Β, καὶ ἀλλαχοῦ· ἡ ὑψηλὴ ἰδέα περὶ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἰδανικὸν καὶ εὐγενὲς τῆς ἀνθρωπότητος κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ θηρία καὶ τά κτήνη. «Οὐκ ἔστι τὸ τυχὸν... ἀνθρώπου ἐπαγγελίαν πληρῶσαι. Τί γάρ ἐστιν ἄνθρωπος; ζῷον ... λογικόν. Εὐθὺς ἐν τῷ λογικῷ τίνων χωριζόμεθα; Τῶν θηρίων... τῶν προβάτων καὶ τῶν ὁμοίων. Ὅρα οὖν μή τί πως ὡς θηρίον ποιήσῃς· εἰδὲ μή, ἀπώλεσας τὸν ἄνθρωπον, οὐκ ἐπλήρωσας τὴν ἐπαγγελίαν» Αρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 3. 3) κατὰ πληθ., τὸ ἀνθρώπινον γένος, ἀνθρώπων, ... ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν Ἰλ. Ι. 134· ἐν τῷ μακρῷ... ἀνθρώπων χρόνῳ Σοφ. Φ. 305. β) συνδυάζεται μετὰ ὑπερθ. πρὸς ἐπίτασιν, δεινότατος τῶν ἐν ἀνθρώποις ἁπάντων Δημ. 1246. 13· ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ, ὁ ἄριστος ὄρτυξ τοῦ κόσμου, Πλάτ. Λύσ. 211Ε· οὕτω, οἵ γέ μοι τὰ ἐξ ἀνθρώπων πράγματα παρέχουσιν, ἕνα σωρὸν ἐνοχλήσεις, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 170Ε· γραφὰς τὰς ἐξ ἀνθρώπων ἐγράφετο Λυσ. 136. 34· αἱ ἐξ ἀνθρώπων πληγαὶ Αἰσχίν. 9. 12· καὶ συχν. ἄνευ προθέσ., μάλιστα, ἥκιστα ἀνθρώπων, πλεῖστον ἢ ἐλάχιστον πάντων, Ἡρόδ. 1. 60, Πλάτ. Νόμ. 629Α, Πρωτ. 361Ε· ἄριστά γ’ ἀνθρ., ὀρθότατα ἀνθρ., ὁ αὐτ. Θεαίτ. 148Β, 195Β, κτλ. 4) ἐν συνδυασμῷ μετ’ ἄλλων οὐσιαστ., ὡς συμβαίνει εἰς τὸ ἀνήρ: ἄνθρ. ὁδίτης Ἰλ. Π. 263· πολίτας ἀνθρ. Δημ. 609 ἐν τέλ. μετὰ ὀνομάτων ἐθνῶν, πόλις Μερόπων ἀνθρώπων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 42· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. τὸ ἄνθρωπος συχνάκις δίδει εἰς τὸ συνοδεῦον αὐτὸ οὐσιαστικὸν σημασίαν καταφρονητικήν, ἄνθρωπος ὑπογραμματεύς, ἄνθρ. γόης, ἄνθρ. συκοφάντης. Λυσ. 186. 6, Αἰσχίν. 48. 33., 52. 35· ἄνθρωπος ὑφάντης Πλάτ. Φαίδων 87Β· Μενίππου, Καρός τινος ἀνθρώπου Δημ. 571. 17· - οὕτω, homo histrio, Κικ. π. Ρητ. 2. 46. 5) καὶ περὶ ὑπηρέτου περὶ οὗ ἐγένετο λόγος πρὸ ὀλίγου, μόγις οὖν ποτε ἡμῖν ἄνθρωπος ἀνέῳξε τήν θύραν Πλάτ. Πρωτ. 314Ε, οὕτω γὰρ ἐκέλευσεν ὁ ἄνθρωπος Φαίδων 117Ε· ὡς ἀστεῖος, ἔφη, ὁ ἄνθρ. (τινὲς βλέπουσιν ἐνταῦθα ἐλαφράν τινα εἰρωνείαν, ἀλλὰ δὲν ἔχουσι δίκαιον) αὐτόθι 116D καὶ ἀλλαχοῦ: ὡσαύτως μετά τινος αἰσθήματος οἴκτου, τὴν καταδίκην ἐκτέτικε δι’ ἣν τὸν ἄνθρωπον ἀπώλεσε, τὸν κακόμοιρον τὸν ἄνθρωπον, ὡς θὰ ἐλέγομεν νῦν, Δημ. 543. 26. 6) ἐν τῇ κλητικ. συχνάκις εἶχε περιφρονητικὴν σημασίαν, ὡς ὅτε ἀπηυθύνετο πρὸς δούλους, ἄνθρωπε ἢ ὤνθρωπε: - οὔτ’ ἂν ἐγὼ ἐὼν Βελβινίτης ἐτιμήθην οὕτω πρὸς Σπαρτιητέων, οὔτ’ ἂν σύ, ὤνθρωπε, ἐὼν Ἀθηναῖος, οὔτε σύ, «παλῃάνθρωπε», ὡς θὰ ἐλέγομεν νῦν, Ἡρόδ. 8. 125, 9. 39· καὶ συχν. παρὰ Πλάτ., ἀλλὰ σπάν. παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Σοφ. Αἴ. 791, 1145. 7) δοῦλος, τὸν ἐμὸν ἄνθρωπον Γαλην. τ. 8, σ. 845· - ὑπηρέτης, θεράπων, Μαλαλ. 163. 15, Θεοφάν. 602· ὡς τιμαριωτικὴ λέξις σημαίνει ὑποτελῆ τιμαριοῦχον, ὑποτελῆ ἄρχοντα, «πείθει παραχρῆμα ἄνθρωπον αὐτοῦ γενέσθαι, τὸν τοῖς Λατίνοις συνήθη ὅρκον ἐπομοσάμενον» Ἄννα Κομν. 10. σ. 289. ΙΙ. ὡς θηλ. (καθὼς ἐπίσης ἐν τῇ Λατιν. τὸ homo εἶναι καὶ θηλ.), γυνή, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 1. 60, πρβλ. Ἰσοκρ. 381Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5, 2· - περιφρονητικῶς ἐπὶ δούλης, Ἀντιφῶν 113, 16, κτλ.· μετ’ οἴκτου ἐπὶ γυναικὸς ἀναξιοπαθούσης, Δημ. 402. 25: - ἡ ἄνθρωπος παρὰ Λάκωσιν ἐλέγετο ἀνθρωπώ, ἡ, «ἀνθρωπώ· ἡ γυνὴ παρὰ Λάκωσιν» Ἡσύχ. ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. 733. - Κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀνήρ, ὡς τὸ Λατ. homo πρὸς τὸ vir, ἴδε ἐν λ. ἀνήρ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ et ἡ)
1ἄνθρωπος homme ; δεινότατος τῶν ἐν ἀνθρώποις DÉM le meilleur homme du monde ; ἥκιστα ἀνθρώπων PLAT pas le moins du monde ; ἄνθρωπος ὁδίτης IL un voyageur;
2ἄνθρωπος femme.
Étymologie: probabl. du th. ἀνδρ- pour ἀνερ- de ἀνήρ et ὤψ, litt. « à visage d’homme ».

English (Autenrieth)

man (homo); mostly pl., as opp. to gods, ἆθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων, Il. 5.442; mankind, πάντας ἐπ' ἀνθρώπους, ‘the world over,’ Il. 24.535; joined with a more specific word, ἄνθρωπος ὁδίτης, Π 2, Od. 13.123.

English (Slater)

ἄνθρωπος (-ος v. l., -ῳ; -οι, -ων, -οις, -οισι(ν), -ους)
   1 man, pl., mankind
   a σκιαρόν τε φύτευμα ξυνὸν ἀνθρώποις (O. 3.18) ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι κρέμανται (O. 7.24) ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς (O. 7.44) φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσιες (O. 7.54) παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι (O. 8.4) Αἴγιναν ἔνθα ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων (O. 8.23) τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν (O. 8.53) πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι (O. 9.101) ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλεῖστα χρῆσις (O. 11.1) πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν (O. 12.10) ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (P. 1.68) μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων (P. 1.82) ἐν ἀνθρώποισι (P. 3.21) πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους (P. 3.46) εἴ τιν' ἀνθρώπων (P. 3.86) Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν, ἀνθρώπων φάτις, — γινώσκομεν (P. 3.112) ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι (P. 4.217) ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει (P. 4.286) σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος (v. l. ἄνθρωποι) (P. 8.96) εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται (P. 12.28) ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων (N. 9.6) ἔνθ' Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι (N. 9.41) ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι (N. 10.20) χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων (N. 10.72) τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ (N. 11.43) μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς (I. 1.47) ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν (I. 2.36) ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει (I. 4.6) ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας (I. 4.9) ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων (I. 4.37) Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων (I. 5.3) φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13b. 5. ]ἄνθρωπ[ο (Pae. 21.18) πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3. ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω fr. 124. 5. ἀν]θρώποις[ Θρ. 4. 9. —
   b as opposed to
   I gods. — θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί (O. 3.10) “ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ” (P. 9.40) Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται (P. 10.10) σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος (N. 8.17) εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς (I. 6.10) εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5. ]ἀνθρώπο[ις (supp. Bury) Δ. 2. 3. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.
   II heroes. ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 6.
   III animals. πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις (O. 7.63)
   c a man, anyone καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι (N. 5.18)
   d woman “καὶ τίς ἀνθρώπων σε χαμαιγενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” (P. 4.98) “τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν;” (P. 9.33)

English (Slater)

ἄνθρωπος (-ος v. l., -ῳ; -οι, -ων, -οις, -οισι(ν), -ους)
   1 man, pl., mankind
   a σκιαρόν τε φύτευμα ξυνὸν ἀνθρώποις (O. 3.18) ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι κρέμανται (O. 7.24) ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς (O. 7.44) φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσιες (O. 7.54) παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι (O. 8.4) Αἴγιναν ἔνθα ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων (O. 8.23) τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν (O. 8.53) πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι (O. 9.101) ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλεῖστα χρῆσις (O. 11.1) πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν (O. 12.10) ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (P. 1.68) μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων (P. 1.82) ἐν ἀνθρώποισι (P. 3.21) πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους (P. 3.46) εἴ τιν' ἀνθρώπων (P. 3.86) Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν, ἀνθρώπων φάτις, — γινώσκομεν (P. 3.112) ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι (P. 4.217) ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει (P. 4.286) σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος (v. l. ἄνθρωποι) (P. 8.96) εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται (P. 12.28) ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων (N. 9.6) ἔνθ' Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι (N. 9.41) ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι (N. 10.20) χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων (N. 10.72) τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ (N. 11.43) μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς (I. 1.47) ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν (I. 2.36) ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει (I. 4.6) ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας (I. 4.9) ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων (I. 4.37) Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων (I. 5.3) φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13b. 5. ]ἄνθρωπ[ο (Pae. 21.18) πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3. ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω fr. 124. 5. ἀν]θρώποις[ Θρ. 4. 9. —
   b as opposed to
   I gods. — θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί (O. 3.10) “ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ” (P. 9.40) Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται (P. 10.10) σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος (N. 8.17) εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς (I. 6.10) εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5. ]ἀνθρώπο[ις (supp. Bury) Δ. 2. 3. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.
   II heroes. ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 6.
   III animals. πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις (O. 7.63)
   c a man, anyone καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι (N. 5.18)
   d woman “καὶ τίς ἀνθρώπων σε χαμαιγενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” (P. 4.98) “τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν;” (P. 9.33)