Γανυμήδης

From LSJ
Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (ὁ) :
Ganymède, échanson de Zeus.
Étymologie: γάνος¹, μήδομαι.

English (Autenrieth)

Ganymede, son of Tros, and cup-bearer of Zeus, Il. 5.266, Il. 20.232.

English (Slater)

Γᾰνῠμήδης favourite of Zeus. δῶμα Διὸς · ἔνθα δευτέρῳ χρόνῳ ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ τωὔτ' ἐπὶ χρέος i. e. to serve in the same way as Pelops had (O. 1.44) ὥρᾳ ἅ ποτε ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον ἆλκε σὺν Κυπρογενεῖ (διὰ τὸ κάλλος ἀθάνατος ἐγένετο. Σ.) (O. 10.105) test., v. fr. 282.

English (Slater)

Γᾰνῠμήδης favourite of Zeus. δῶμα Διὸς · ἔνθα δευτέρῳ χρόνῳ ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ τωὔτ' ἐπὶ χρέος i. e. to serve in the same way as Pelops had (O. 1.44) ὥρᾳ ἅ ποτε ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον ἆλκε σὺν Κυπρογενεῖ (διὰ τὸ κάλλος ἀθάνατος ἐγένετο. Σ.) (O. 10.105) test., v. fr. 282.