καταχέω

From LSJ
Revision as of 14:11, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχέω Medium diacritics: καταχέω Low diacritics: καταχέω Capitals: ΚΑΤΑΧΕΩ
Transliteration A: katachéō Transliteration B: katacheō Transliteration C: katacheo Beta Code: kataxe/w

English (LSJ)

Il.6.496 (tm.), al.: aor. 1 κατέχεα, Ep. and Lyr. κατέχευα (v. infr.):—Med., Ep.aor. 1

   A κατεχεύατο Call.Hec.1.1.11; inf. -χέασθαι Hdt.1.50:—Pass., pf. κατακέχυμαι Orac. ap. Hdt.7.140 (tm.): aor. -εχύθην E.Hipp.854 (lyr.): Ep.aor.Pass. (freq.in tm.) κατέχυτο, κατέχυντο, Il.20.282, Od.12.411, h.Ven.228:—pour down upon, pour over, c. dat., κὰδ δέ οἱ ὕδωρ χεῦαν Il.14.435; so ἥ ῥά οἱ ἀχλὺν θεσπεσίην κατέχευε Od.7.42; ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὀμίχλην Il.3.10; τῷ γε χάριν κατέχευεν' Ἀθήνη Od.2.12, etc.; σφιν . . πλοῦτον κατέχευε Κρονίων Il.2.670; μὴ σφῶϊν ἐλεγχείην καταχεύῃ 23.408, cf. Od.14.38; οἷ . . κατ' αἶσχος ἔχευε 11.433; ἐμῇ κεφαλῇ κατ' ὀνείδεα χεῦαν 22.463; νεφέλαν κρατὶ κατέχευας Pi.P.1.8; ἀντιπάλοις φόνον Epigr. ap. Plu. Marc.30:—Pass., κὰδ δ' ἄχος οἱ χύτο ὀφθαλμοῖσι Il.20.282; κατὰ . . ὀρόφοισιν αἷμα . . κέχυται Orac. ap. Hdt. l. c.; δάκρυσι βλέφαρα-χυθέντα E.l.c.; οἱ -χυθέντες J.BJ3.7.29:—also Act. c. gen., rarely in Hom., ὅς σφωϊν . . ἔλαιον χαιτάων κατέχευε Il.23.282, cf. 765: freq. later, καταχέουσι αἷμα τοῦ ἀκινάκεος Hdt.4.62; κατάχει σὺ τῆς χορδῆς τὸ μέλι Ar.Ach.1040; ἔτνος τοὐλατῆρος ib.246; τοῦ δήμου καταχεῖν . . πλουθυγίειαν Id.Eq.1091; ἵππερόν μου κατέχεεν τῶν χρημάτων Id.Nu.74, cf. Pl.790; βλασφημίαν τῶν ἱερῶν κ. Pl.Lg.8ood; also κὰδ δὲ χευάτω μύρον . . κὰτ τὼ στήθεος Alc.36, cf. Pl.R.398a:—Med., κατὰ τῶν ἱματίων καταχεόμενοι [ἄκρατον] letting it be poured over... Id.Lg.637e:— Pass., κατὰ τοῖν κόραιν ὕπνου τι καταχεῖται γλυκύ Ar.V.7.    2simply, pour, shower down, χιόνα, νιφάδας ἐπὶ χθονί, Od.19.206, Il.12.158; ψιάδας κ. ἔραζε 16.459; so κατὰ δ' ἠέρα πουλὺν ἔχευεν 8.50; κατὰ δ' ὕπνον ἔχευεν Od.11.245:—Med., νότος . . χύσιν κατεχεύατο φύλλων Call.l.c.:—Pass., ἴδρως κακχέεται Sapph.2.13.    b throw, cast down, θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν Il.6.134; κατὰ δ' ἡνία χεῦεν ἔραζε 17.619; ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ' Od.12.411; πέπλον μὲν . . κατέχευεν ἐπ' οὔδει let the robe fall upon the floor, Il.5.734; τεῖχος . . εἰς ἅλα πᾶν κ. 7.461:—Med., Pl.Ti.41d; χαίταν let fall, Call.Cer.    5 c. metaph., κοινολογίας . . ἡδονὴν -χεούσης Phld.D.3.14.    3 Pass., to be poured over the ground, be there in heaps, ὁ χῶρος, ἐν ᾧ αἱ ἄκανθαι [τῶν ὀφίων] κατακεχύαται Hdt.2.75; of persons, to be spread, dispersed, Eun.Hist.p.239 D.    II cause to flow, run, [χρυσὸν] ἐς πίθους τήξας κ. Hdt.3.96:—Med., χρυσὸν καταχέασθαι to have it melted down, Id.1.50.

Greek (Liddell-Scott)

καταχέω: μέλλ. -χεῶ: ἀόρ. α΄κατέχεα, Ἐπικ. κατέχευα, ὁ μόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. τύπος πλὴν τοῦ συγκεκομ. Ἐπικ. ἀορ. παθ. κατέχυτο, κατέχυντο ἐν Ἰλ. Υ. 282, Ὀδ. Μ. 411˙ κακχέει, κακχέεται, κακχεῦσαι Αἰολ. τύποι. Χύνω κατεπάνω τινὸς, ἐπιχύνω, μετ. δοτ. καὶ αἰτ., κυρίως ἐπὶ ὑγρῶν, ἀλλὰ καὶ μεταφορ., παρέχω ἐν ἀφθονίᾳ, πλουσιοπαρόχως, κὰδ δὲ οἱ ὕδωρ χεῦαν Ἰλ. Ξ. 435˙ οὕτως, ἢ ῥὰ οἱ ἀχλὺν θεσπεσίην κατέχευε Ὀδ. Η. 42˙ ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὁμίχλην Ἰλ. Γ. 10˙ τῷ γε χάριν θεσπεσίην κατέχευεν Ἀθήνη Ὀδ. Β. 12, κτλ˙ σφιν θεσπέσιον πλοῦτον κατέχευε Κρονίων Ἰλ. Β. 670˙ μὴ σφῶϊν ἐλεγχείην καταχεύῃ Ἰλ. Ψ. 408, πρβλ. Ὀδ. Λ. 433, Ξ. 38˙ ἐμῇ κεφαλῇ κατ’ ὀνείδεα χεῦαν Ὀδ. Χ. 463˙ κὰδ δ’ἄχος οἱ χύτο ὀφθαμοῖσιν Ἰλ. Υ. 282˙- οὕτω παρὰ Πινδ. Π. 1. 14, Χρησ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140, κτλ.˙- ἀλλ’ ἡ κοινὴ μεθ’ Ὅμ. χρῆσις ἦτο: καταχέω τί τινος (ἥτις σύνταξις ἀπαντᾶ ἅπαξ παρ’ Ὁμ., ὃ σφωῖν… ἔλαιον χαιτάων κατέχευεν Ἰλ. Ψ. 282)˙ καταχέουσι αἶμα τοῦ ἀκινάκεος Ἡρόδ. 4. 62˙ κατάχει σὺ τῆς χορδῆς τὸ μέλι Ἀριστοφ. Ἀχ. 1040˙ τοῦ δήμου καταχεῖν… πλουθυγίειαν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1091˙ ἵππερόν μου κατέχεεν τῶν χρημάτων ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 74, πρβλ. Πλ. 790˙ βλασφημίαν τῶν ἱερῶν κ. Πλάτ. Νόμ. 800D˙ δόξαν κ. τῶν ἀνθρώπων, διασπείρω φήμην κατὰ τῶν ἀνθρώπων 814B, καὶ ἴδε κατάχυσμα˙ ὡσαύτως, μύρον κατὰ τῆς κεφαλῆς κ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 398 Α˙ καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, κατὰ τῶν ἱματίων καταχεόμενοι, δηλ. τὸν οἶνον ἀφίνοντες νὰ χύνηται ὑπεράνω…, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Ε˙- Παθ., κατὰ ταῖν κόραιν ὕπνου τι καταχεῖται γλυκὺ Ἀριστοφ. Σφ. 7. 2) ἁπλῶς, ἐπιχέω ἀφθόνως, χιόνα, νιφάδας Ὀδ. Τ. 206, Ἰλ. Μ. 158˙ ψιάδας κ. ἔραζε Π. 459˙ κατὰ δάκρυ χέουσα Ἰλ. Α. 413, Γ. 142, κτλ.˙ θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέων Εὐρ. Ι. Α. 40˙ καὶ Παθ., δάκρυσί μου βλέφαρα καταχυθέντα τέγγεται ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 854˙ οὔτω, κατὰ δ’ ἠέρα πουλὺν ἔχευεν Ἰλ. Θ. 50 κατὰ δ’ ὕπνον ἔχευεν Ὀδ. Λ. 245, καὶ Παθ., σκοτοδινία κατεχύθη Πλάτ. Σοφ. 264C. β) ῥίπτω κάτω, θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν Ἰλ. Ζ. 134˙ κατὰ δ’ ἡνία χεῦεν ἔραζε Ρ. 619˙ ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ’ Ὀδ. Μ. 411˙ πέπλον μὲν… κατέχευεν ἐπ’ οὔδει, ἀφῆκε νὰ καταπέσῃ ἐπὶ τοῦ πατώματος, Ἰλ. Ε. 734, πρβλ. Θ. 385˙ τεῖχος… εἰς ἅλα πᾶν κ. Η. 461·- οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Τίμ. 41D, Καλλ. εἰς Δήμ. 5. 3) Παθ., ἐπιχύνομαι ἀνὰ τὸν τόπον, κεῖμαι κατὰ σωροὺς, ὁ χῶρος ἐν τῷ αἱ ἄκανθαι τῶν ὀφίων κατακεχύαται Ἡρόδ. 2. 75. ΙΙ. κατατήκω, ἀναλύω, ποιῶ τι ῥευστὸν (χύνω), χρυσὸν ἐς πίθους Ἡρόδ. 3. 96˙ καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, χρυσὸν καταχέασθαι, διατάττω νὰ τήξωσιν…, 1. 50.

French (Bailly abrégé)

ao. κατέχεα, ao. Pass. κατεχύθην;
1 répandre sur : τί τινος, τί τινι qch (de l’eau, de l’huile, etc.) sur qqn ou sur qch ; avec un seul. rég. : χιόνα OD, νιφάδας IL faire tomber de la neige ; ἠέρα πουλύν IL répandre une épaisse vapeur ; fig. ὕπνον OD faire descendre le sommeil;
2 jeter à bas, renverser : τεῖχος εἰς ἅλα IL un mur dans la mer ; ou simpl. laisser tomber : ἡνία ἔραζε IL les rênes à terre;
Moy. καταχέομαι faire couler, faire fondre : χρυσόν HDT de l’or.
Étymologie: κατά, χέω.

English (Autenrieth)

aor. κατέχευα, inf. καταχεῦαι, mid. aor. 3 pl. κατέχυντο: pour down, shower down, shed over (τινί τι); not of fluids only, but variously, of letting fall a garment, Il. 5.734; throwing down wands, Il. 6.134; levelling a wall, Il. 7.461; and often metaph., χάριν, πλοῦτον, ὀνείδεα, Od. 2.12, Β , Od. 14.38; mid., ὅπλα εἰς ἄντλον, ‘fell in a heap,’ Od. 12.411.