ἀπόλεμος

From LSJ
Revision as of 14:12, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόλεμος Medium diacritics: ἀπόλεμος Low diacritics: απόλεμος Capitals: ΑΠΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: apólemos Transliteration B: apolemos Transliteration C: apolemos Beta Code: a)po/lemos

English (LSJ)

Ep. ἀπτόλεμος, ον,

   A unwarlike, ἀ. καὶ ἄναλκις Il.2.201, al., cf. X.Cyr.7.4.1, Jul.Or.2.87a; ἀ. χειρὶ λείψεις βίον, i.e. by a woman's hand, E.Hec.1034 (lyr.).    2 unwarlike, peaceful, εὐνομία Pi.P.5.66; εὐναί E.Med.640; ἡσυχία D.H.2.76, etc. Adv. -μως, ἴσχειν Pl.Plt.307e.    II invincible, A.Ag.768, Ch.55 (lyr.).    III πόλεμος ἀ. a war that is no war, a hopeless struggle, Id.Pr.904 (lyr.) (Dind. metri gr. proposes ἀπολέμιστος), E.HF1133.

German (Pape)

[Seite 311] 1) krieglos, ἡσυχία D. Hal. 2, 76; unkriegerisch; friedlich, εὐνομία Pind. P. 5, 62; Μοῦσα Plat. Legg. VII, 815 d; γεωργός Plut. Cim. 11; im Kriege unerfahren, Xen. Cyr. 7, 4, 1; zum Kriege untauglich, βάκτρον Βάκχου, Thyrsusstab, Eur. Ion. 217; Plat. Rep. V, 456 a; ἀπολέμως ἔχειν Polit. 307 e; Xen. Cyr. 8, 1, 47 u. Sp. – 2) nicht zu bekriegen, nicht zu bezwingen, δαίμων Aesch. Ag. 746; σέβας Ch. 53; – πόλεμος ἀπ., ein Unglückskrieg, der nicht zu kämpfen, Prom. 906; Eur. Herc. fur. 1133.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλεμος: Ἐπ. ἀπτόλεμος, ον, ὁ ἄπειρος πολέμου, ὁ μὴ πολεμικός, ἀκτάλληλος πρὸς πόλεμον, ἀπτόλεμος καὶ ἄναλκις Ἰλ. Β. 201, κτλ. πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 4, 1· ἀπολέμῳ χειρὶ λείψεις βίον, ὃ ἐ. διὰ χειρὸς γυναικός, Εὐρ. Ἑκ. 1034. 2) ὁ μὴ πολεμικός, ὁ τὴν εἰρήνην φιλῶν, εὐνομία Πινδ. Π. 89· εὐναὶ Εὐρ. Μήδ. 641· ἡσυχία Διον. Ἁλ. 2. 76 κτλ.: - Ἐπίρρ. ἀπολέμως ἴσχειν, ἀπολέμως ἔχειν. Πλάτ. Πολιτικ. 307Ε. ΙΙ. ἄμαχος, ἀήττητος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 769, Χο. 54. ΙΙΙ. ἀπόλεμος ὅδε γ’ ὁ πόλεμος, ἄνευ τινὸς ἐλπίδος ἐπιτυχίας ὡς γινόμενος πρὸς κρείσσονας, ὁ αὐτ. Πρ. 904 (ἔνθα ὁ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου προτείνει ἀπολέμιστος), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1133.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui ne fait pas la guerre :
1 non belliqueux, pacifique;
2 impropre à la guerre;
II. qu’on ne peut vaincre à la guerre, invincible;
III. πόλεμος ἀπόλεμος ESCHL guerre qui n’est pas une guerre, càd qu’on ne peut soutenir, funeste.
Étymologie: ἀ, πόλεμος.