ἀσκός

From LSJ
Revision as of 14:13, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκός Medium diacritics: ἀσκός Low diacritics: ασκός Capitals: ΑΣΚΟΣ
Transliteration A: askós Transliteration B: askos Transliteration C: askos Beta Code: a)sko/s

English (LSJ)

ὁ,

   A skin, hide, PFay.121.9 (i/ii A. D.); but usually, skin made into a bag, esp. wineskin, οἶνον . . ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Il.3.247, Od.6.78; ἀσκὸν . . μέλανος οἴνοιο 5.265, 9.196; ἀσκὸς βοός, of the bag in which Aeolus bottled up the winds, Od.10.19, cf. 45,57; ἀσκοὺς καμήλων skins of camel's hide, Hdt.3.9; ἀ. Μαρσύεω bag made from the skin of Marsyas, Id.7.26; ἀ. ἀφύσητος Hp.Art.47; εἴ μοι ἡ δορὰ μὴ εἰς ἀσκὸν τελευτήσει ὥσπερ ἡ Μαρσύου Pl.Euthd.285c; ἀσκοῖς καὶ θυλάκοις X.An.6.4.23, cf. Th.4.26; ἀσκοὶ πεφυσαμένοι, of mankind, Epich. 246; ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀ. Timo 11; ἀσκός, of the human skin, Ph.2.462.    2 paunch, belly, Archil.72; in oracular language, E.Med.679, Plu.Thes.3.    3 bellows, Plb.21.28.15, Ath.10.456d.    4 bagpipes, Gal.4.459.    5 prov., wineskin, of a toper, Antiph.19: prov., ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀ. εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι Alex.85; "ἀσκός, πέλεκυς" in a child's game, Thphr.Char.5.5; ἀσκὸν δείρειν flay alive, hence, abuse, maltreat, Ar.Nu.442:—Pass., ἀσκὸς δεδάρθαι Sol.33.7.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, 1) lederner Schlauch; bei Hom. zum Fortschaffen von Wein u. Wasser: ἐν δ' οἶνον ἔχευεν ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Od. 6, 78, aus Ziegenleder; αἴγεον ἀσκὸν οἴνοιο 9, 196, vgl. 212; φέρον οἶνον, ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Iliad. 3, 247; ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε οἴνοιο τὸν ἕτερον, ἕτερον δ' ὕδατος μέγαν Od. 5, 265; von Rindsleder ist der Schlauch des Äolus, δῶκέ μοι ἐκδείρας ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο Od. 10, 19, vgl. 45. 47. So auch Ar. u. Sp. – 2) Uebh. eine abgezogene Thierhaut, Her. 3, 9; die abgezogene Haut des Marsyas, 5, 26; ἀσκὸν δέρειν Ar. Nubb. 441, die Haut abziehen, u. übertr., das Fell über die Ohren ziehen; ἀσκὸς δεδάρθαι, sich schinden lassen, Sol. fr bei Plut. Sol. 14; vgl. Plat. Euthyd. 285 d. – 3) Spottname eines Menschen, δι' οἰνοφλυγίαν καὶ πάχος τοῦ σώματος Antiphan. bei Ath. XII, 552 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκός: ὁ, ὁ ἀσκός, κοινῶς «ἀσκί», Τουρκ. «τουλοῦμι», οἶνον εΰφρονα… ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Ἰλ. Γ. 247, Ὀδ. Ζ. 78· ἀσκὸν… μέλανος οἴνοιο Ε. 265., Ι. 196· πρβλ. ποδεὼν ΙΙ, ἀσκωλιάζω: ― ἀσκὸς βοός, ὁ ἀσκὸς ἐν ᾧ ὁ Αἴολος κατεῖχε τοὺς ἀνέμους, Ὀδ. Κ. 19, πρβλ. 45. 47· ἀσκοὺς καμήλων, κατεσκευασμένους ἐκ δέρματος καμήλων, Ἡρόδ. 3. 9· ὁ τοῦ Σιληνοῦ Μαρσύεω ἀσκὸς ἐν τῇ πόλι ἀνακρέμαται ὁ αὐτ. 7. 26· εἴ μοι ἡ δορὰ μὴ εἰς ἀσκὸν τελευτήσει ὥσπερ ἡ Μαρσύου Πλάτ. Εὐθύδ. 285C· τοῖς ἀσκοῖς καὶ θυλάκοις Ξεν. Ἀν. 6. 4, 23, πρβλ. Θουκ. 4. 26. 2) μεταφ., ἡ κοιλία, ἀσκοῦ με τὸν προὔχοντα μὴ λῦσαι πόδα, «ἀσκοῦ οὖν τῆς γαστρός, πόδα δὲ τὸ μόριον» (Σχόλ.), Εὐρ. Μήδ. 679· ἐπὶ ἀσκοῦ ὅν μετεχειρίζοντο τὸ πάλαι οἱ ἰατροὶ πρὸς θεραπείαν τῶν ἐχόντων ὕβωμα εἰς τὴν ῥάχιν, κἄπειτα αὐλὸν ἐκ χαλκείου ἐς τὸν ἀσκὸν ἐνιέντα φυσᾶν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814. 3) καθόλου, ἡ γαστήρ, Ἀρχίλ. 67. 4) παροιμ. χρήσεις· ἐπὶ μεθύσου, τοῦτον οὖν δι’ οἰνοφλυγίαν καὶ πάχος τοῦ σώματος ἀσκὸν καλοῦσι πάντες οὑπιχώριοι Ἀντιφάν. ἐν «Αἰόλῳ» 2· πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Ἡσιόνῃ» 1· παιγνιῶδες ὄνομα διὰ παιδίον, καὶ τοῖς μὲν συμπαίζειν αὐτὸς λέγων «ἀσκός, πέλεκυς» Θεοφρ. Χαρ. 5, ἴδε ἐν λ. πέλεκυς· ― οὕτως, ἀσκὸν δείρειν, ἐκδέρειν ζῶντα, αἰκίζειν, κακοποιεῖν τινα, Ἀριστοφ. Νεφ. 441· καὶ ἐν τῷ παθ., ἀσκὸς δεδάρθαι Σόλων 25. 7. (Ἡ ῥίζα ἀβέβαιος.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 peau d’une bête écorchée;
2 outre.
Étymologie: DELG ? -- Babiniotis cf. skr. átka « vêtement, enveloppe ».

English (Autenrieth)

leather bottle, usually a goat skin (see cut, after a Pompeian painting), Il. 3.247 ; βοός, a skin to confine winds, Od. 10.19.