ἐάω
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
English (LSJ)
contr. ἐῶ Il.8.428, etc.; Ep. εἰῶ 4.55; Ep.2 and 3sg. ἐάᾳς, ἐάᾳ, Od.12.137, Il.8.414; inf.
A ἐάαν Od.8.509: impf. εἴων,-ας, -α, Il.18.448, Od.19.25, Th.1.28, etc.; Ion. and Ep. ἔων Hdt.9.2, ἔα Il.5.517, 16.731; also ἔασκον or εἴασκον, 2.832, 5.802, etc.: fut. ἐάσω [ᾱ] 18.296, etc.: aor. εἴᾱσα (εἴᾰσεν is v.l. for εἴᾱς' in 10.299) 24.684, etc.; Ep. ἔᾱσα 11.437: pf. εἴᾱκα D.8.37, 43.78, Cerc.17.35:—Pass., fut. ἐάσομαι in pass. sense, E.IA331, Th.1.142: aor. εἰάθην Isoc.4.97: pf. Pass. εἴᾱμαι D.45.22.—Hdt. never uses the augm. in this Verb. [ᾰ in pres. and impf., ᾱ in fut. and aor. even in Ion. (so prob. in Anacr.56,57; forms with -ασς- occur as vv.ll. in Hom. and Parm. 8.7). Synizesis occurs in 3sg. ἐᾷ Il.5.256, in 1 subj. ἐῶμεν 10.344, and prob. in ἐάσουσιν Od.21.233; also in Trag., in imper. ἔα S.OT 1451, Ant.95, Ar.Nu.932; ind. ἐῶ Id.Lys.734: Hsch. has the form ἦσεν· εἴασεν, cf. ἦσαι· παῦσαι]:—suffer, permit, c. acc. pers. et inf., τούσδε δ' ἔα φθινύθειν leave them alone to perish, Il.2.346; αἴ κεν ἐᾷ με . . ζώειν Od.13.359, etc.; ἐᾶν οἰκεῖν Th.3.48, cf. IG12.1; ἐ. τοὺς Ἕλληνας αὐτονόμους ib.2.17.9; ἐᾶν ἄκλαυτον, ἄταφον S.Ant.29, cf. Tr. 1083; ἐᾶν τί τινι Plu.2.233d:—so in Pass., Κρέοντί γε θρόνους ἐᾶσθαι should be given up, S.OC368. b concede, allow in argument, c. acc. et inf., Pl.Prm.135b. 2 with neg., οὐκ ἐᾶν not to suffer: hence, forbid, prevent, τρεῖν μ' οὐκ ἐᾷ Παλλὰς Ἀθήνη Il.5.256; εἴπερ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι 4.55; esp. of the law, Aeschin.3.21; δμωὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν Od.19.25, etc.: used elliptically with ἀλλά following, οὐκ ἐῶν φεύγειν, ἀλλὰ [κελεύων] μένοντας ἐπικρατέειν Hdt.7.104, cf.Th.2.21; also, persuade or advise not to do... Id.1.133: an inf. may freq. be supplied, οὐκ ἐάσει σε τοῦτο will not allow thee [to do] this, S.Ant.538; κἂν μηδεὶς ἐᾷ even if all men forbid, Id.Aj. 1184, cf. Ph.444:—so in Pass., οὐκ ἐᾶσθαι, c. inf., to be hindered, E. IT1344, Th.1.142, D.2.16. II let alone, let be, c. acc., ἔα χόλον Il.9.260; μνηστήρων μὲν ἔα βουλήν heed not the suitors' plan, Od. 2.281; ἐπεί με πρῶτον ἐάσας as soon as thou hast dismissed me, Il. 24.557, cf. 569,684; ἤ κέν μιν ἐρύσσεαι, ἦ κεν ἐάσῃς or wilt leave him alone, 20.311, cf. Hdt.6.108, etc.; ἐάσωμεν ἕκηλον αὐτόν S.Ph.825; [πρᾶγμα] ἀκάθαρτον ἐᾶν Id.OT256; τὰ παθήματα . . παρεῖσ' ἐάσω Id.OC363, cf. Th.2.36; ἐᾶν φιλοσοφίαν Pl.Grg.484c: c. inf., ἐπὶ Σκύθας ἰέναι . . ἔασον let it alone, Hdt.3.134; κλέψαι μὲν ἐάσομεν Ἕκτορα we will have done with stealing Hector, Il.24.71; ἐᾶν περί τινος Pl.Prt. 347c, etc.; ἐῶ γὰρ εἰ φίλον D.21.122: abs., ἀλλ' ἄγε δὴ καὶ ἔασον have done, let be, Il.21.221, cf. A.Pr.334; οὐ χρὴ μάχεσθαι πρὸς τὸ θεῖον, ἀλλ' ἐᾶν E.Fr.491.5; θεὸς τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' ἐάσει he will give one thing, the other he will let alone, Od.14.444:—Pass., ἡ δ' οὖν ἐάσθω S.Tr.329, etc. 2 for ἐᾶν χαίρειν, v. χαίρω sub fin. (ἐϝάω, cf. ἔβασον· ἔασον, and εὔα· ἔα, Hsch. who also has ἔησον· ἔασον.)
German (Pape)
[Seite 699] impf. εἴων, aor. εἴασα, ion. auch ἔασα, perf. εἴακα, Dem. 43, 78, poet. auch εἰάω, Il. 4, 55 Od. 21, 260; Ap. Rh. 1, 873. 4, 409; εἴασκον, Il. 5, 802; ἐασόμενος ist pass Thuc. 1, 142, wie Eur. I. A. 331; – lassen; – 1) zulassen, geschehen lassen; αἴ κεν ἐᾷ πρόφρων με Διὸς θυγάτηρ – αὐτόν τε ζώειν Od. 13, 359. So Her. 6, 108 u. oft bei Attikern, theils absolut, theils mit acc. c. inf.; auch so, daß εἶναι zu fehlen scheint, αὐτονόμους ἐᾶν πολίτας Xen. Hell. 3, 1, 17, öfter, mit εἶναι, 6, 4, 2. Mit der Negation (οὐκ ἐᾶν) bedeutet es nicht bloß: nicht zulassen, τρεῖν μ' οὐκ ἐᾷ Παλλάς Il. 6, 256, vgl. Od. 21, 233, sondern: abhalten, verhindern, verbieten, οὐκ εἰῶ διαπέρσαι Il. 4, 55; κἂν μηδεὶς ἐᾷ, auch wenn es Alle verhindern, Soph. Ai. 1184; οὐκ ἐάσει τοῦτό γ' ἡ δίκη σε, das wird dir das Recht nicht gestatten, Ant. 538; ἀνώγει δὲ τὠυτὸ αἰεὶ (ὁ νόμος) οὐκ ἐῶν φεύγειν, ἀλλὰ μένοντας ἐπικρατέειν (sc. κελεύων) Her. 7, 104; u. so im Ggstz von κελεύω Thuc. 2, 21, Plat. u. Folgde. Bes. vom Gesetze, Aesch. 3, 21. 176. Dah. im pass., οὐκ ἐᾶσθαι, verhindert, abgehalten werden, Eur. I. A. 1344; οὐ μὴν εἰάθησαν Isocr. 4, 97; οὐκ ἐώμενοι Dem. 2, 16; οὐδὲ μελετῆσαι ἐασόμενοι Thuc. 1, 142, fut. med. in pass. Bdtg. – 2) gehen-, fahren-, sein lassen; ἔα χόλον, laß den Zorn fahren, Il. 9, 260; ἔναρα, gieb die Beute auf, 17, 13, öfter; καὶ νῦν ἔασον, μηδέ σοι μελησάτω vbdt Aesch. Prom. 332; so τούτους ἔα, laß sie gehen, kümmere dich nicht um sie, Soph. Tr. 344; vgl. Il. 24, 557. 569. 684 Od. 8, 509; φιλοσοφίαν Plat. Gorg. 484 c; u. oft Andeutung des Ueberganges zu etwas Neuem, ταῦτα, er ließ das, brach ab, Xen. An. 7, 4, 11; ὁδόν, unterlassen, 7, 3, 2; τοῖς μὲν ἐπιχειρεῖ, τὰ δὲ ἐᾷ plat. Rep. II, 361 a; auch περὶ ᾀσμάτων ἐάσωμεν Prot. 347 a; περὶ οὗ ὁ λόγος ἐστίν Charmid. 166 c, u. öfter; mit Stillschweigen übergehen, Dem. 21, 15, wie Plat. Legg. IX, 854 c σιγῇ hinzufügt; ἐαθέντα καὶ παροφθέντα abdi Dem. 10, 8. Vgl. χαίρειν ἐᾶν unter χαίρω. Im Pass., ἡ δ' οὖν ἐάσθω, sie soll in Ruhe gelassen werden, Soph. Tr. 328; einzeln steht τὴν πόλιν ἐατέον τῆς κατοικίσεως, man muß die Einrichtung unterlassen, Plat. Legg. XII, 969 c. – Soph. O. C. 368 πρὶν μὲν γὰρ αὐτοῖς ἦν ἔρως Κρέοντί τς θρόνους ἐᾶσθαι μηδὲ χραίνεσθαι πόλιν: entweder pass., daß der Thron dem Kreon überlassen werde, oder medium statt des activ. – Aehnlich c. inf., unterlassen, aufgeben; κλέψαι ἐάσομεν Il. 24, 71; θεὸς τὸ μὲν δώσει, τὸ δὲ ἐάσει, sc. δοῦναι, Od 14, 444; absolut, ἀλλ' ἄγε δὴ καὶ ἔασον, laß ab, Il. 21, 221. Bei Dem. 37, 57 entspricht es dem ἀφιέναι, in Ruhe, ohne Proceß lassen; vgl. 58, 43; τὰ ἀλλότρια ἐᾶν, fremdes Gut unangetastet lassen, Xen. Ages. 11, 8. – Sp. D. brauchen α in fut. u. aor auch kurz; ἔα u. ἐᾷ bei Hom. Il. 5, 256 u. a. D. einsylbig; vgl. Soph. Ant. 95 O. R. 1451; u. so auch ἐάσουσιν mit Synizesis Od. 21, 233.
Greek (Liddell-Scott)
ἐάω: συνῃρ. ἐῶ, Ἰλ. Θ. 428, Ἀττ.· Ἐπ. εἰῶ Ἰλ.· Ἐπ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. ἐάᾳς, ἐάᾳ Ὀδ. Μ. 137, Ἰλ. Θ. 414· ἀπαρ. ἐάαν Ὀδ. Θ. 509: - παρατ. εἴων, ας, α, Ἰλ. Σ. 448, Ὀδ. Τ. 25, Ἀττ.· Ἰων. καὶ Ἐπ. ἔων Ἡρόδ. 9. 2, ἔα Ἰλ. Ε. 517, Π. 731· ὡσαύτως ἔασκον ἢ εἴασκον Ἰλ. Β. 832, Ε. 802, κτλ.· - μέλλ. ἐάσω ᾱ Ὀδ., Ἀττ.· - ἀόρ. εἴᾱσα Ἰλ. Ω. 684, Ἀττ.· Ἐπ. ἔᾱσα Ἰλ. Λ. 437· - πρκμ. εἴᾱκα Δημ. 99. 4., 1077. 14: - Παθ., μέλλ. ἐάσομαι μετὰ παθ. σημ., Εὐρ. Ι. Α. 331, Θουκ. 1. 142· ἀόρ. εἰάθην Ἰσοκρ. 60Ε· - παθ. πρκμ. εἴαμαι Δημ. 1108. 1· ὁ Ἡρόδ. οὐδέποτε μεταχειρίζεται τὴν αὔξησιν ἐν τῷ ῥήματι τούτῳ. ᾰ ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., ᾱ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ. παρ’ ἅπασι τοῖς δοκίμοις ποιηταῖς. Συνίζησις ἀπαντᾷ ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ ἐᾷ Ἰλ. Ε. 256, ἐν τῷ α΄ πληθ. τῆς ὑποτακτ. ἐῶμεν Κ. 344, Τ. 402, καὶ ἐν τῷ ἐάσουσιν Ὀδ. Φ. 233· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., ἐν τῇ προστακτ. ἔα, Σοφ. Ο. Τ. 1451, Ἀντ. 95, Ἀριστοφ. Νεφ. 932· ὁριστ. ἐῶ, Ἀριστοφ. Λυσ. 734. Ἀφίνω, δὲν ἐμποδίζω, ἐπιτρέπω, Λατ. sinere, μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρ., τούσδε δ’ ἔα φθινύνειν, «ἄφησέ τους νὰ χαθοῦν», Ἰλ. Β. 346· αἴκεν ἐᾷ με... ζώειν Ὀδ. Ν. 359· οὕτω παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ., ἐᾶν ἄκλαυτον, ἄταφον Σοφ. Ἀντ. 29, πρβλ. Τρ. 1083: - Παθ., Κρέοντί γε θρόνους ἐᾶσθαι, νὰ ἀφεθῇ ὁ θρόνος εἰς τὸν Κρέοντα, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 368. 2) μετ’ ἀρνήσ., οὐκ ἐᾶν, οὐκ ἐπιτρέπειν, ἐντεῦθεν δὲ συχνάκις, ἀπαγορεύειν, κωλύειν, ἐμποδίζειν, τρεῖν μ’ οὐκ ἐᾷ Παλλὰς Ἀθήνη Ἰλ. Ε. 256· εἴπερ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι Δ. 55· δμωὰς δ’ οὐκ εἴα προβλωσκέμεν Ὀδ. Τ. 25· συχνὸν παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· - ὅταν ἕπηται τὸ ἀλλά, ἡ φράσις συνήθως εἶναι ἐλλειπτική, οἷον, οὐκ ἐῶν φεύγειν, ἀλλὰ κελεύων μένοντας ἐπικρατέειν Ἡρόδ. 7. 104, πρβλ. Θουκ. 2. 21· ὡσαύτως, καταπείθω τινὰ νὰ μὴ κάμῃ τι..., Θουκ. 1. 133· - πολλάκις δύναται νὰ ὑπονοηθῇ ἀπαρέμφατον πρὸς συμπλήρωσιν, ὡς, οὐκ ἐάσει σε τοῦτο, δὲν θὰ σοι ἐπιτρέψῃ νὰ κάμῃς τοῦτο, Σοφ. Ἀντ. 538· κἄν μηδεὶς ἐᾷ, καὶ ἂν μηδεὶς ἐπιτρέπῃ, ὁ αὐτ. Αἴ. 1184, πρβλ. Φ. 444· - οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., οὐκ ἐᾶσθαι, μετ’ ἀπαρεμφ., κωλύεσθαι, Εὐρ. Ι. Τ. 1344, Θουκ. 1. 142, κτλ. ΙΙ. ἀφίνω τι, παραιτοῦμαι, ἀδιαφορῶ, δέν μοι μέλει, Λατ. omittere, μετ’ αἰτ., ἔα χόλον Ἰλ. Ι. 260· μνηστήρων μὲν ἔα βουλήν, ἀδιαφόρει διὰ τὰ σχέδια τῶν μνηστήρων, Ὀδ. Β. 281· ἐπεί με πρῶτον ἔασας Ἰλ. Ω. 557, πρβλ. 569, 684· ἤ κεν ἐάσεις, ἢ θὰ τὸν καταλίπῃς, Υ. 311· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 6. 108 καὶ τοῖς Ἀττ.· ἐάσωμεν αὐτὸν Σοφ. Φ. 708· πρᾶγμα ἀκάθαρτον ἐᾶν ὁ αὐτ. Ο. Τ. 256· τὰ παθήματα... παρεῖσ’ ἐάσω ὁ αὐτ. Ο. Κ. 363, πρβλ. Θουκ. 2. 36· ἐᾶν φιλοσοφίαν Πλάτ. Γοργ. 484C, κτλ.· ὡσαύτως, ἐπὶ Σκύθας ἰέναι... ἔασον, ἄφησέ το, Ἡρόδ. 3. 134· ἐᾶν περί τινος Πλάτ. Πρωτ. 347C, κτλ.· ἐῶ γὰρ εἰ φίλος Δημ. 554, ἐν τέλ.· - ἀπολ., καὶ νῦν ἔασον, μηδέ σοι μελησάτω Αἰσχύλ. Πρ. 332: - Παθ., ἡ δ’ οὖν ἐάσθω Σοφ. Τρ. 329, κτλ. 2) ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας μετ’ ἀπαρ., ἀλλ’ ἦ τοι κλέψαι μὲν ἐάσομεν... Ἕκτορα, «ἀλλὰ τὴν μὲν περὶ τοῦ κλέψαι βουλὴν ἐάσωμεν» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Ω. 71· ὡσαύτως ἀπολ., ἀλλ’ ἄγε δὴ καὶ ἔασον, ἔλα, τελείωνε, δὸς τέλος, Φ. 221· θεὸς τὸ μὲν δώσει, τὸ δ’ ἐάσει (ἐνν. δοῦναι), θὰ δώσῃ τὸ ἕν, τὸ δὲ ἕτερον θὰ ἀφήσῃ κατὰ μέρος, Ὀδ. Ξ. 444. 3) περὶ τοῦ ἐᾶν χαίρειν ἴδε τὸ ῥῆμα χαίρω ἐν τέλ. - Πρβλ. ἐατέος ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ἐῶ;
impf. εἴων, f. ἐάσω, ao. εἴασα, pf. εἴακα;
Pass. ao. εἰάθην, pf. εἴαμαι;
I. laisser :
1 souffrir, permettre : τινα ἐᾶν φθινύθειν IL ou ζώειν OD laisser périr, laisser vivre qqn ; οὐκ ἐάσουσιν ἐμοὶ δόμεναι βιόν OD (les prétendants) refuseront de me donner l’arc ; κἂν μηδεὶς ἐᾷ SOPH quand bien même personne n’y consentirait, quand bien même tous s’y opposeraient ; πόλεμον οὐκ εἴων ποιεῖν THC ils ne voulaient pas faire la guerre ; Pass. οὐκ ἐᾶσθαι, n’être pas libre de;
2 rar. avec un acc. de chose : laisser, abandonner, concéder : τινί τι, laisser qch à qqn;
II. laisser aller ; congédier : τινα, qqn;
III. laisser de côté :
1 renoncer à : ἔα χόλον IL laisse se calmer ta colère ; ἐᾶν ἰέναι HDT renoncer à aller;
2 ne pas s’occuper de, négliger, omettre : κλέψαι μὲν ἐάσομεν sbj. poét. Ἕκτορα IL ne nous occupons pas de voler le corps d’Hector ; θεὸς τὸ μὲν δώσει, τὸ δ’ ἐάσει (δοῦναι) OD la divinité donnera ceci, négligera de donner cela ; abs. ἥδ’ οὖν ἐάσθω SOPH qu’on cesse donc de se préoccuper de celle-ci;
3 délaisser, abandonner : τινα ἐᾶν ἄκλαυτον, ἄταφον SOPH laisser (un mort) sans lamentations, sans sépulture.
Étymologie: pê p. *ἐϜάω, de *ἐσϜάω, *ἐσϜάjω d’une R. ἘσϜ, lancer, lâcher.
English (Autenrieth)
ἐῶ, εἰῶ, ἐάᾷς, etc., ipf. εἴων, εἴᾶς, εἴᾶ, ἔᾶ, iter. εἴασκον, ἔασκες, fut. ἐάσω, aor. εἴᾶσα, ἔᾶσας, etc.: let, permit, let alone, let be, οὐκ ἐᾶν, prevent, forbid; εἴπερ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι (note οὐκ εἰῶ in the condition), Il. 4.55, Il. 2.132, ; παύἐ, ἔᾶ δὲ χόλον, ‘give up’ thy wrath, Il. 9.260 ; ἵππους ἔᾶσε, ‘left standing,’ Il. 4.226 ; τὸν μὲν ἔπειτ' εἴᾶσε, him he ‘let lie,’ Il. 8.317: with inf. of the omitted act., κλέψαι μὲν ἐάσομεν, ‘we will dismiss’ the plan of stealth, Il. 24.71.—Some forms are often to be read with synizesis, ἐᾷ, ἔᾶ, ἐῶμεν, ἐάσουσιν.
English (Slater)
ἐάω
a permit c. acc. pers. Ζεὺς ἄμπαλον μέλλεν θέμεν. ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν (sc. Ἀέλιος) (O. 7.61) ἔα με· νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (i. e. forgive me ) (N. 7.75)
b let alone, put away ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων (O. 9.40) “ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον Πα. 4. 50—1.