εἰλύω

From LSJ
Revision as of 12:00, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_13)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰλύω Medium diacritics: εἰλύω Low diacritics: ειλύω Capitals: ΕΙΛΥΩ
Transliteration A: eilýō Transliteration B: eilyō Transliteration C: eilyo Beta Code: ei)lu/w

English (LSJ)

Arat.432: fut. εἰλύσω [ῡ] Il.21.319:—Med., part. εἰλῡόμενος, impf. εἰλῡόμην, S.Ph.702 (lyr.), 291:—Pass., pf. εἴλῡμαι, Ep. 3pl. εἰλύαται, plpf. εἴλῡτο, Il.5.186, Od.20.352, Il.16.640. [ῡ always in Hom. exc. in εἰλῠᾰται, also in S.; ῠ in Metag. (v. infr.), and late Ep., Arat.432, Nic.Al.18 (but

   A εἰλῡμένα Th.754).]:—enfold, enwrap, Act. once in Hom., κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Il.21.319; ὀλίγη δέ μιν εἰλύει ἀχλύς Arat. l. c.:—Pass., to be wrapped, covered, βοέῃς εἰλυμένω ὤμους Il.17.492; εἰλυμένοι αἴθοπι χαλκῷ 18.522; νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους 5.186; αἵματι καὶ κονίῃσιν εἴλῡτο 16.640; εἴλυτο δὲ πάνθ' ἁλὸς ἄχνῃ Od.5.403; νυκτὶ μὲν ὑμέων εἰλύαται κεφαλαί 20.352, cf. Il.12.286.    II Pass., after Hom., = ἰλυσπάομαι, crawl, wriggle along, of a lame man, εἰλῡόμην δύστηνον ἐξέλκων πόδα S.Ph.291; εἰλυόμενος, παῖς ἄτερ ὡς . . τιθήνας ib.702; of a shoal of fish, Metag. 6.4.    2 in Theoc.25.246 εἰλυθείς is used like ἐλυσθείς in Hom., rolled up, crouching; but εἰλυμένος is part. of ἐλύω (q. v.) in A.R. 3.296.

Greek (Liddell-Scott)

εἰλύω: Ἄρατ. 432· μέλλ. εἰλύσω ῡ Ἰλ.: - Μέσ., μετοχ. εἰλῡόμενος, παρατ. εἰλῡόμην Σοφ. - Παθ., πρκμ. εἴλῡμαι, Ἐπ. γ΄ πληθ. εἰλύαται, ὑπερσυντέλ. εἴλῡτο, ἅπαντα παρ’ Ὁμ. ῡ ἀείποτε παρ’ Ὁμ., πλὴν ἐν τῷ εἰλῠᾰται, ὡσαύτως δὲ παρὰ Σοφ.· ῠ παρὰ Μεταγέν. ἔνθα κατωτ. καὶ μεταγεν. Ἐπ., Ἄρατ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νικ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε εἴλω ἐν τέλ.) Τυλίσσω, περιτυλίσσω, περιβάλλω, περικαλύπτω, κατακρύπτω, ἐνεργ. μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμήρῳ, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι (καὶ τοῦτο δυνατὸν νὰ ἀποδοθῇ εἰς τὸ σύνθετον κατειλύω) Ἰλ. Φ. 319· ὀλίγη δέ μιν εἰλύει ἀχλὺς Ἄρατ. 432: - Παθ., περιβάλλομαι, περικαλύπτομαι, τὼ δ’ ἰθὺς βήτην βοέῃς εἰλυμένω ὤμους Ἰλ. Ρ. 492· εἰλυμένοι αἴθοπι χαλκῷ Σ. 522· νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους Ε. 186· αἵματι καὶ κονίαις εἴλῡτο Π. 640· εἴλυτο δὲ πάνθ’ ἁλὸς ἄχνῃ Ε. 403· νυκτὶ μὲν ὑμέων εἰλύαται κεφαλαὶ Υ. 352, πρβλ. Ἰλ. Μ. 286. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως μεθ’ Ὅμηρον, = ἰλυσπάομαι, λυγίζομαι, κινοῦμαι ἢ περιπατῶ λυγιζόμενος ὡς σκώληξ, ἐπὶ χωλοῦ ἀνθρώπου, εἰλῡόμην δύστηνος ἐξέλκων πόδα Σοφ. Φ. 291· εἰλυόμενος, παῖς ἄτερ ὡς... τιθήνας αὐτόθι 702· ἐπὶ ἀγέλης ἰχθύων, Μεταγένης ἐν «Θουριοπέρσαις» 1. 4. 2) ἐν Θεοκρ. 25. 246 τὸ εἰλυσθεὶς (εἰληθεὶς Ziegl.) κεῖται ὡς τὸ ἐλυσθεὶς παρ’ Ὁμ., συσταλείς, «συμμαζευθείς». - Ὁ Βουττμ. ἐν λεξιλόγῳ ποιεῖται διάκρισιν μεταξὺ τῆς Ὁμηρικῆς χρήσεως τοῦ εἰλύω καὶ τοῦ ἐλύω, ὅπερ αὐτὸς ἑρμηνεύει ὠθῶ. Παρὰ μεταγ. ὅμως ποιηταῖς οὐδεμία τοιαύτη διάκρισις παρατηρεῖται.

French (Bailly abrégé)

f. εἰλύσω, aο. et pf. inus;
Pass. aο.
εἰλύθην, pf. εἴλυμαι, pqp. εἰλύμην;
I. traîner en décrivant des circuits ; Pass. se traîner en rampant;
II. enrouler, envelopper ; couvrir tout autour, acc. ; Pass. être enveloppé de, τινι ; avec double rég. βοέῃσ’ εἰλυμένω ὤμους IL ayant tous deux les épaules couvertes de peaux de bœuf ; νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους IL ayant les épaules enveloppées d’une nuée.
Étymologie: R. ϜελϜ, cf. εἴλλω.

English (Autenrieth)

(ϝειλύω), fut. εἰλύσω, pass. perf. εἴλῦμαι, 3 pl. εἰλύαται, part. εἰλῦμένος, plup. εἴλῦτο: wrap, envelop, cover.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): εἱλ- Hdn.Epim.48, Basil.M.32.1304D; ἰλ- Apollon.Lex.s.u. ἰλύσω, Hsch.s.uu. ἰλύει, ἰλύσαι; ἐλ- Sch.Hes.Op.430a, Sch.Opp.H.2.89; ἑλ- Sch.Opp.H.1.116

• Prosodia: [-ῡ-]

• Morfología: [act. impf. 3a sg. εἴλυεν Hsch.; med.-pas. ind. aor. ἐλύσθη Il.23.393, part. ἐλυσθείς Il.24.510, Opp.H.2.89, εἰλῡθείς Theoc.25.246, Opp.H.2.124, perf. 3a sg. εἴλυται Il.12.286, ἴλυται Hsch., 3a plu. εἰλύαται Od.20.352, Il.12.286 (cód.), ἰλύαται Hsch., 3.a sg. o plu. εἰλῦται Il.12.286 en Sch.Er.ad loc., Eust.904.53, plusperf. 3a sg. εἴλυτο Il.16.640]
I intr., en v. med.-pas.
1 en tema de perf. estar envuelto, estar cubierto c. dat. instrum. ἄλλα τε πάντα εἴλυται κατύπερθ', ὅτ' ἐπιβρίσῃ Διὸς ὄμβρος Il.12.286, εἴλυτο δὲ πάνθ' ἁλὸς ἄχνῃ Od.5.403, νυκτὶ ... εἰλύαται κεφαλαί Od.20.352, βελέεσσι καὶ αἵματι καὶ κονίῃσιν ἐκ κεφαλῆς εἴλυτο Il.16.640, εἰλυμένοι ... χαλκῷ Il.18.522, παῖδ' ὀλίγον δολίῃς εἰλυμένον ἐντροπίῃσι h.Merc.245, Ζεῦ ... εἰλυμένε κόπρῳ μηλείῃ poét. en Philostr.Her.29.3, βόαυλα ... εἰλυμένα καπνῷ A.R.3.1291
c. ac. de rel. indicando la parte envuelta y dat. instrum. νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους Il.5.186, cf. 17.492, χαίτῃς εἰλυμένος εὐρέας ὤμους h.Ap.450, λημηρῇ νεφέλῃ εἰλυμένος ὄσσε Heliod.SHell.472.11, c. ac. de la prenda que envuelve, de Hermes niño σπάργανον ἀμφ' ὤμοις εἰλυμένος h.Merc.151, c. gen. πελάγει νεφέων εἰλυμένῳ Arat.413
estar envuelto con vestiduras εὐκήλως εἰλυμένοι A.R.2.861.
2 en pres. y aor. deslizarse, ir arrastrándose ῥυμὸς δ' ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη Il.23.393, λασίην ὑπὸ γαστέρ' ἐλυσθείς de Ulises escapando de la cueva de Polifemo Od.9.433, αὐτὸς ἂν τάλας εἰλυόμην, δύστηνον ἐξέλκων πόδα S.Ph.291, εἷρπε ... τότ' ἂν εἰλυόμενος, παῖς ἄτερ ὡς φίλας τιθήνας S.Ph.702, (κῦμα) βατίδων εἰλυομένων Metag.6.4, fig. de un veneno ἀμφὶ δὲ πρώτοις εἰλύεται στέρνοισι Nic.Al.18.
3 en aor. encogerse προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς encogido, e.e., humillado ante los pies de Aquiles, Il.24.510
enrollarse, encogerse sobre sí mismo, agazaparse de un león a punto de saltar εἰλυθέντος ὑπὸ λαγόνας τε καὶ ἰξύν Theoc.25.246, ἐνὶ ψαμάθοισιν ἐλυσθείς A.R.1.1034, ἐν πηλοῖσιν ἐλυσθεὶς ῥίμφ' ἔφορεν Opp.C.3.418, cf. Sch.ad loc., A.R.3.296, ὑπ' ὀστράκῳ εἰλυθεῖσα Opp.H.2.124, de una rana πηλοῖο κατ' εὐρώεντος ἐλυσθεὶς κέκλιται Opp.H.2.89, cf. en v. act., Hsch.
II en v. act.
1 tr. envolver, cubrir, ocultar εἰ δὲ ... ὀλίγη δέ μιν εἰλύοι ἀχλὺς αὐτόν Arat.432, c. suj. de pers. y dat. instrum. πτύγματι ὀθονίου εἰλύσας Aët.9.42, cf. Hdn.Epim.48, Hsch.s.uu. ἰλύει, εἰλύσω.
2 c. gen. atraer ποταμὸς πυρὸς εἵλυεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ Basil.l.c., cf. en v. med. εἰλύσθαι· ἕλκειν Hsch.

• Etimología: Es dud. si es un pres. u̯elnu- < *H1u̯el-nH-, cf. ai. vṛnóti- ‘envolver’, o secundario sobre perf. εἴλῡμαι < u̯e-u̯lū-m-; cf. γέλουτρον = Ϝέλυτρον, ai. varutra- ‘ropa de abrigo’, etc.