δυσεμής
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
English (LSJ)
ές,
A hard to make to vomit, Gal.17(2).329, prob. l. in Dsc.4.153; cf. δυσημής.
German (Pape)
[Seite 679] ές, schwer zum Erbrechen zu bringen, Medic.; vgl. δυσημής.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεμής: -ές, ὁ δυσκόλως ἐμῶν, εἰώθασιν οἱ δυσεμεῖς πτερῷ χρῆσθαι Γαλην. 9, 546· πρβλ. δυσημής.
Spanish (DGE)
-ές
que vomita con dificultad Dsc.4.153.3, Gal.11.55, 12.536, 17(2).329, Sch.Ar.Ach.584, cf. δυσημής.