διφθέρωμα
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
ατος, τό,
A = διφθέρα, Thd.Is.8.1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
piel para escribir, pergamino Thd.Is.8.1, dud. en PSI 953.49 (VI d.C.) en BL 9.318 (pero v. διφθέριον).