ἀπόπλυσις
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
εως, ἡ,
A washing away, Alex. Aphr. in Sens.94.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπλῠσις: -εως, ἡ, πλύσις, καθαρισμός, Ἀχμ. Ὀνειρ. 231: -πλῠτέον, ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις ν’ ἀποπλύνῃ, νὰ καθαρίσῃ, Γεωπ. 16. 18, 2.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
lavado para tratar los metales, Pelag.Alch.254.18, cf. Alex.Aphr.in Sens.94.13.