ἀνεκπύρωτος
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
A not set on fire, Olymp.in Mete.12.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκπύρωτος: -ον, ὁ μὴ πυρποληθείς, Νικηφ. Βλεμμ. Ἐπιτ. φυσ. σ. 15.
Spanish (DGE)
-ον
que no produce fuego καπνώδης ἀναθυμίασις Olymp.in Mete.12.25, 206.19.