ἁλίμικτος
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
A v. ἁλίσμηκτος.
German (Pape)
[Seite 96] mit Salz gemischt, gesalzen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίμικτος: ἴδε ἐν λ. ἁλίσμηκτος.
Spanish (DGE)
-ον sazonado con sal Eust.1506.62, Sud.