ἀποκαρτέον
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
(ἀποκείρω)
A one must clip off, Eup.400.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαρτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀποκείρω, πρέπει τις ν’ ἀποκείρῃ Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 97.
Spanish (DGE)
hay que cortar Eup.400.