ἀσχολάζω
From LSJ
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
Spanish (DGE)
estar ocupado ἀσχολάσει καὶ δουλεύσε[ι] τῷ τάφῳ μου BGU 1655.31 (II d.C.), ἵνα δυνηθῷ ... ἄνθρωπος πραίσβυς ἀσχολάζειν PCair.Isidor.138.