βοτάμια
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
τά, (βόσκω)
A pastures, dub. in Th.5.53.
German (Pape)
[Seite 454] τά, die Weideplätze, Thuc. 5, 53, od. Weidegeld; Andere lesen nach mss. ὑπὲρ παραποταμίων.
Greek (Liddell-Scott)
βοτάμια: τά, (βόσκω) βοσκαί, ἀμφίβ. παρὰ Θουκ. 5. 53· ἄλλ. παραποτάμια.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
pâturages.
Étymologie: cf. βοτάνη.
Spanish (DGE)
-ων, τά
pastos ὃ δέον ἀπαγαγεῖν οὐκ ἀπέπεμπον ὑπὲρ βοταμίων Th.5.53.