προσάντης
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
ες, gen. εος, (ἄντην)
A uphill, steep, κέλευθος, χωπίον, Pi.I.2.33, Th.4.43; ἐν ἠρέμα προσάντει Pl.Phdr.230c; φορὰ εἰς τὸ π. Arist.Pr.889b39, cf. Diocl.Fr.142. II metaph., arduous, adverse, ἀλλ' ἕν τί μοι π. E.Med.381; κεῖνό μοι μόνον π. Id.Or.790 (troch.); σκοπεῖν... τί π. εἴρηται τῆς νομοθεσίας Pl.Lg.746c; πρόσαντές [ἐστι] c. inf., Isoc.8.14; repugnant, distasteful, λόγος Hdt.7.160; ζήτησις Arist.EN1096a12; εἰ μή τι Μεγίλλῳ π. Pl.Lg.702d; of diet, unsuitable, Orib.5.31.2. Adv., μήτε ἀκαίρως παρακαλεῖν μήτε ἐκείνῳ προσάντως in such a way as to encounter his opposition, Nic.Dam.127.8J. 2 of persons, adverse, hostile, τισι E.Med.305; π. πρὸς τἆλλα τἀγαθά setting oneself against . ., X.Ap.33. Adv. -τως unwillingly, D.S. 14.1.