συγχέω

From LSJ
Revision as of 00:43, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχέω Medium diacritics: συγχέω Low diacritics: συγχέω Capitals: ΣΥΓΧΕΩ
Transliteration A: synchéō Transliteration B: syncheō Transliteration C: sygcheo Beta Code: sugxe/w

English (LSJ)

Hom. uses pres. and impf. Act. and 2sg. aor.

   A σύγχεᾰς Il.15.366, but more freq. Ep. aor. συνέχευα, inf. συγχεῦαι, aor. Pass. σύγχῠτο:—aor. Pass. -εχύθην [ῠ], for which -εχέθην is f.l. in Apollod. 1.7.2, Luc.DMar.9.2:—pour together, commingle, confound, συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν [τὰ ἀθύρματα] Il.15.364; τὰ διακεκριμένα Pl. Phlb.46e; ἄνω κάτω τὰ πάντα σ. ὁμοῦ E.Ba.349; σ. τὰς ψήφους mix them up, Is.5.18; τὰ σύμβολα D.21.173; τὰς τάξεις Plb.1.40.13; τὰς ὄψεις, of lightning, Poll.1.118:—Pass., ἡνία δέ σφι σύγχυτο Il. 16.471; μεταλλεῖα συγκεχυμένα in confusion, Pl.Lg.678d; τὴν κρόκην καὶ τοὺς στήμονας συγκεχυμένους διακρίνομεν Id.Cra. 388b.    2 obliterate, demolish, σ. τοὺς τάφους Hdt.4.127; τὴν ὁδόν Id.7.115; δῶμα E.Ion 615.    3 confuse, blur, τὰ γράμματα Id.IA37 (anap.), cf. Arist.GA721b34 (Pass.), Aud.801b18 (Pass.); συγκεχυμένον μέλαν an indistinct black mark, Id.HA585b34; φωνὴ σ. D.S.1.8; πλαδαρὰ καὶ σ. σάρξ flabby and ill-defined flesh, Theon ap.Gal.6.96; συνεκέχυτο δ' ἔτι τοῦτο was still confused, not yet distinguished, Gal.15.30, cf. 713.    II of the mind, confound, trouble, μή μοι σύγχει θυμόν Il.9.612, cf. 13.808; σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο 24.358; συνεχέοντο αἱ γνῶμαι τῶν φαμένων Hdt.7.142; ὁ βίος δι' ἀπιστίαν συγχυθήσεται Epicur.Sent.Vat.57: with the person as object, ἄνδρα γε συγχεῦαι Od.8.139, cf. Hdt.8.99:—Pass., τί συγχυθεῖσ' ἕστηκας; E.Med.1005; μὴ ἀθυμείτω τις, ἐὰν συγχέηται Gal.15.584.    2 confound, make of none effect, πολὺν κάματον καὶ ὸϊζὺν σύγχεας Ἀργείων Il.15.366, cf. 473; τὴν πάρος σ. χάριν S.Tr. 1229; esp. of contracts, engagements, etc., make of none effect, frustrate, violate, ἐπεὶ σύν γ' ὅρκι' ἔχευαν Τρῶες Il.4.269, cf. Pl.R.379e, Hp.Jusj., E.Hipp.1063; τὰ πάντων ἀνθρώπων νόμιμα Hdt.7.136, cf. Antipho 4.1.2, SIG45.33 (Halic., v B.C.); τὴν πολιτείαν D.24.91; ἁλίαν Schwyzer 323 D 28 (Delph., iv B.C.); συγκέχυκε νῦν τὴν πίστιν ὁ καθ' ἡμᾶς βίος Men.781, cf. OGI669.18 (Egypt, i A.D.); ξυνουσίαν Luc.Bis Acc.17:—Pass., λέλυται πάντα, συγκέχυται D.25.25.    III πόλεμον σ. stir up a war, Plb.4.10.3, 15.2.4, 28.17.6.