ἔξεστι
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
imper. ἐξέστω, subj. ἐξῇ, inf. ἐξεῖναι, part. ἐξόν: impf. ἐξῆν: fut. ἐξέσται, opt.
A ἐξέσοιτο X.Ages.1.24, part. ἐξεσόμενον (v. infr.): impers. (v. ἔξειμι B):—it is allowed, is possible, c. inf., Hdt.1.183, etc.: c. dat. pers. et inf., ib.138, A.Eu.899, etc.; ἔ. σοι ἀνδρὶ γενέσθαι X. An.7.1.21; ἔ. εὐδαίμοσι γενέσθαι 'licet esse beatis', D.3.23: with acc. instead of second dat., ἔ. ὑμῖν φίλους γενέσθαι Th.4.20: c. acc. pers. et inf., Ar.Ach.1079, Pl.Plt.290d: neut. part. abs., ἐξεόν τοι . . ἕτερα ποιέειν since it was possible for thee to... Hdt.4.126; ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν A.Pr.648; ἐξὸν κεκλῆσθαι S.El.365; ὡς οὐκ ἐξεσόμενον τῇ πόλει δίκην . . λαμβάνειν Lys.14.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξεστι: προστ. ἐξέστω, ὑποτακτ. ἐξῇ, εὐκτ. ἐξείη, ἀπαρ. ἐξεῖναι, μετοχ. ἐξόν: παρατ. ἐξῆν: μέλλ. ἐξέσται, εὐκτ. ἐξέσοιτο, Ξεν. Ἀγησ. 1. 23: ἀπροσ. (οἱ μόνοι ἐν χρήσει τύποι τοῦ ἔξειμι). Ἐπιτρέπεται, εἶναι δυνατόν, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 183. κτλ.: μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτὸς 1. 138, κτλ., Τραγ. κτλ., ὡς Αἰσχύλ. ἐν Εὐμ. 899· νῦν σοι ἔξεστι, ὦ Ξενοφῶν, ἀνδρὶ γενέσθαι, ἰδοὺ περίστασις νὰ φανῇς ἀνήρ, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 21· ἐξ. εὐδαίμοσι γενέσθαι, licet esse beatis, Δημ. 35. 2· ἀλλ᾿ ἡ δευτέρα δοτ. ἐνίοτε μετατρέπεται εἰς αἰτ., ἔξ. ὑμῖν φίλους γενέσθαι Θουκ. 4. 20: ‒ μετ᾿ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1079, Πλάτ. Πολιτικ. 290D: ‒ μετοχ. οὐδ. ἀπολ., τί φεύγεις αἰεὶ ἐξόν τοι τῶνδε τὰ ἕτερα ποιέειν; ἐνῷ δύνασαι νά..., Ἡρόδ. 4. 126· ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 649· ἐξὸν κεκλῆσθαι Σοφ. Ἡλ. 365· ὡς οὐκ ἐξεσόμενον τῇ πόλει δίκην παρὰ τῶν ἀδικούντων... λαμβάνειν Λυσ. 14. 10 (140. 24).
French (Bailly abrégé)
v. ἔξειμι¹.
English (Abbott-Smith)
ἔξ-εστι (< εἰμί), impers. verb.,
it is permitted, lawful: Mk 2:24, Ac 8:37 (R, mg.), I Co 10:23; c. inf., Mt 12:2, 10 12 14:4 15:26 19:3 22:17 27:6, Mk 3:4 12:14, Lk 6:2, 9 14:3, Jo 5:10; seq. acc., Mk 2:26, Lk 6:4 20:22; c. dat. pers. et inf., Mt 20:15, Mk 6:18 10:2, Jo 18:31,Ac 16:21 21:37 22:25 (inf. understood), I Co 6:12; ἐξόν (sc. ἐστί), Ac 2:29, II Co 12:4; ἐξὸν ἦν, Mt 12:4.†
English (Strong)
third person singular present indicative of a compound of ἐκ and εἰμί; so also exon ex-on' neuter present participle of the same (with or without some form of εἰμί expressed); impersonally, it is right (through the figurative idea of being out in public): be lawful, let, X may(-est).