κόρος
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
(A), ὁ,
A satiety, surfeit, αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κ. ἀνθρώποισιν Il.19.221; αἰψηρὸς δὲ κ. κρυεροῖο γόοιο Od.4.103; πάντων μὲν κ. ἐστί, καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος Il.13.636; ἀπὸ κ. ἀμβλύνει αἰανὴς ἐλπίδας Pi.P.1.82; κόρον ἔχει μέλι Id.N.7.52; κ. ἔχειν δακρύων, κακῶν, E.Alc. 185, Ph.1750 (lyr.); also κόρον ἡ τούτων συνουσία ἔχει Pl.Phdr.240c; ἐς κ. ἰέναι τινός Philox.2.38; ἄχρι κόρου D. 19.187; ἐς κόρον Luc. Merc.Cond.26, Gal.15.500, Vict.Att.8; πρὸς ἡδονήν τε καὶ κ. gormandizing, Hp.VM14: in mystical sense, opp. χρησμοσύνη, Heraclit. 65. 2 the consequence of satiety, insolence, Pi.O.2.95, I.3.2; πρὸς κόρον insolently, A.Ag.382 (lyr.): freq. as cause or consequence of ὕβρις, τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ Thgn. 153, cf. Sol.8; ὕβριν κόρου ματέρα Pi.O.13.10; κόρον, ὕβριος υἱόν Bacis ap.Hdt.8.77. (Cf. κορέννυμι.)
κόρος (B), ὁ, Ion. κοῦρος, as always in Hom., Pi., and lyr. passages of Trag. (exc. E.Alc.904), sts. in late Gr., Rev.Et.Gr.42.247 (Varna); Dor. κῶρος Theoc.15.120:—
A boy, lad (even before birth, ὃν . . γαστέρι μήτηρ κοῦρον ἐόντα φέροι Il.6.59, cf. Call.Del.212), κοῦρος πρῶτον ὑπηνήτης Il.24.347; πρωθῆβαι Od.8.262; τότε κοῦρος ἔα, νῦν αὖτέ με γῆρας ὀπάζει Il.4.321; σὺν κόροις τε καὶ κόραις A.Fr.43: in mock Trag., Οἰδίπου . . παῖδε, διπτύχω κόρω Ar.Fr.558: rarein Prose, Pl.Lg.772a; male infant, ἔτεκε κόρον Conon 33.3, cf. IG42(1).121.5 (Epid., iv B. C.); in Il. of warriors, 9.86, 12.196, al.; κοῦροι Βοιωτῶν, Ἀθηναίων, Ἀχαιῶν, 2.510,551,562; λεκτοὶ Ἀθηναίων κ. E.Supp.356; also, of servants waiting at sacrifices and feasts, Il.1.470, al.; at Sparta, κόροι, = ἱππεῖς, Archyt. ap. Stob.4.1.138. 2 with gen. of pr. n., son, Od.19.523, etc.; Θησέως κ. S.Ph.562, cf. Tr.644 (lyr.); τῶν ὀλωλότων κόροι E.Supp.107; Κεκροπιδῶν κόροι, periphr. like παῖδες, Eub.10.6. 3 puppet, doll, used in Magic, S.Fr.536. II shoot, sprout, of a tree, κόρους πλεκτοὺς . . μυρρίνης Lysipp.9, cf. Hp. ap. Gal. 19.113, EM276.28, Hsch.; cf. κοῦρος (B). III for Comp. v. κουρότερος. (Acc. to Eust.582.20, al., from κείρω, of one who has cut his hair short on emerging from boyhood: but κόρ (ϝ) ος (masc. of κόρη) perh. cogn. with Lat. Ceres, Cerus, cresco.)
κόρος (C), ὁ,
A besom, Hsch.
κόρος (D), ὁ, Hebr.
A kor, a dry measure containing, acc. to J.AJ 15.9.2, 10 Att. medimni (about 120 gallons), LXX Nu.11.32, al., Ev.Luc.16.7, cf. Eupolem. ap. Alex.Polyh.18.
German (Pape)
[Seite 1487] ὁ (κορέω), der Besen, Hesych.; Plat. Crat. 396 b sagt κόρον σημαίνει Κρόνος, οὐ παῖδα, ἀλλὰ τὸ καθαρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκήρατον τοῦ νοῦ, was auch auf κορέω hindeutet. – Bei Ios. ein Maaß von sechs attischen Medimnen. ὁ, ion. u. ep. κοῦρος, auch in lyr. Stellen der Tragiker, wie Eur. Suppl. 55; dor. κῶρος, Theocr. 1, 47; – Knabe, Jüngling, Sohn, von dem frühesten Alter an; ὅντινα γαστέρι μήτηρ κοῦρον ἐόντα φέροι Il. 6, 59; τότε κοῦρος ἔα, νῦν αὖτέ με γῆρας ἱκάνει 4, 321; πρῶτον ὑπηνήτης 24, 347; πρωθῆβαι Od. 8, 264; in der Odyss. werden auch öfters die Freier mit κοῦροι angeredet, z. B. 2, 96 κοῦροι ἐμοὶ μνηστῆρες; in der Il., 9, 86. 12, 196, u. sonst heißen die gemeinen Krieger so; auch häufig die bei Opfern u. Festschmäusen aufwartenden Diener; κοῦροι Ἀχαιῶν, die junge Mannschaft der Achäer, ll.; auch κοῖροι Ἀθηναίων u. ä., umschreibend, Eubul. Ath. II, 47 c. – Τίκτε θεόφρονα κοῦρον Pind. Ol. 6, 41; σὺν κόροις τε καὶ κόραις Aesch. frg. 35; ὁ Διὸς Ἀλκμήνας κόρος, Sohn, Soph. Trach. 644, der frg. 230 auch κοῦρος sagt, wie Eur. Suppl. 55, ἔτεκες καὶ σὺ κοῦρον, vgl. El. 463; aber δόμοις ἄρσεν' ἐντίκτω κόρον Andr. 24; – in Prosa, Plat. Legg. VI, 771 e u. öfter in diesen Büchern, sonst selten. – In Lacedämon hießen die Ritter so, Archyt. bei Stob. Flor. 43, 134; vgl. Ruhnken zu Tim. lex. p. 150. – Ueberh. = Schoß, Sprößling, auch an Bäumen u, Pflanzen, VLL. ὁ (κορέννυμι), die Sättigung, das Sattsein, Sattbekommen; αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποις Il. 19, 221, sie bekommen die Schlacht bald satt; πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος 13, 636; γόου Od. 4, 103, ἐπεὶ δὲ πολλῶν δακρύων εἶχεν κόρον, als sie sich satt geweint hatte, Eur. Alc. 183, vgl. Phoen. 1379; βρωτύος ἠδὲ ποτᾶτος Philox. bei Ath. IV, 147 e; κόρον γε καὶ ἡ τούτων συνουσία ἔχει Plat. Phaedr. 240 c, wie auch Pind. sagt κόρον ἔχει πάντα, N. 7, 52; κόρος αἰανὴς ἀπαμβλύνει ἐλπίδας P. 1, 82; dah. Ueberdruß, Ekel, auch aus der Ueberfülle des Glücks entspringender Uebermuth; αἶνον ἔβα κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος Ol. 2, 105; so heißt Ὕβρις μάτηρ κόρου, 13, 10, wie Theogn. 153 sagt τίκτει τοι κόρος ὕβριν, vgl. Her. 8, 77; πρὸς κόρον, bis zur Sättigung, Aesch. Ag. 372; ἐς κόρον, zur Genüge, Luc. hist. conscr. 11; ähnl. ἄχρι κόρου, bis zum Ekel, Dem. 19, 187; πέρα κόρου, Poll. 6, 42; – Menand. sagt βάλλ' ἐς κόρον für das gewöhnliche ἐς κόρακας, bei Ath. X, 446 d.
Greek (Liddell-Scott)
κόρος: (Α), ου, ὁ· (πρβλ. κορέννυμι)· πλησμονή, χορτασία, χορτασμός, Λατ. satietas, αἶψα δὲ φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν Ἰλ. Τ. 221· αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο Ὀδ. Δ. 103· πάντων μὲν κόρος ἐστί, καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος, ὅλα τὰ χορταίνει τις, καὶ ὕπνον, κτλ., Ἰλ. Ν. 636· ἀπὸ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ἐλπίδας Πινδ. Π. 1. 160· κόρον ἔχει πάντα ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 77· κ. ἔχειν τινὸς Εὐρ. Ἄλκ. 185, Φοίν. 1571· ὡσαύτως, κόρον ἡ τούτων συνουσία ἔχει Πλάτ. Φαῖδρ. 240C· ἐς κ. ἰέναι τινὸς Φιλόξ. 2. 39. 2) ὡς ἐπακολούθημα τοῦ κόρου, ὕβρις, Πινδ. Ο. 2. 173, Ι. 3. 4· πρὸς κόρον, προπετῶς, αὐθαδῶς (πρβλ. πρὸς C. ΙΙΙ. 7), Αἰσχύλ. Ἀγ. 382· ἄχρι κόρου Δημ. 400. 2· ἐς κόρον Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 26· ― συχνάκις συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ ὕβρις, παρὰ τοῖς ποιηταῖς ὁτὲ μὲν ὡς παράγων τὴν ὕβριν, ἄλλοτε δὲ ὡς παραγόμενος ἐξ αὐτῆς, τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ Θέογν. 153, πρβλ. 751 καὶ Σόλωνα 7· ὕβριν κόρου ματέρα Πινδ. Ο. 13· 12· κόρον, ὕβριος υἱὸν Βάκις παρ’ Ἡροδ. 8. 77· ἐντεῦθεν, ἡ εἰκασία, νέα δὲ (δηλ. ὕβρις) φύει κόρον ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 776, φαίνεται ἐπιτυχής· ἴδε καὶ χρησμοσύνη.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
1 satiété ; dégoût (de la nourriture, etc.) : ἐς κόρον LUC jusqu’à satiété;
2 dédain, orgueil, insolence : πρὸς κόρον ESCHL avec insolence ; le Dédain personnifié.
Étymologie: DELG étym. problématique.
2ου (ὁ) :
I. jeune garçon :
1 enfant dans le sein de la mère;
2 jeune garçon de condition libre ; jeune garçon qui sert dans les sacrifices ou dans un repas;
3 jeune guerrier;
II. jeune garçon (par rapport au père et à la mère), fils.
Étymologie: R. Καρ, couper, tondre ; cf. κείρω et κόρη.
3ου (ὁ) :
kor, mesure hébraïque pour les matières sèches contenant 10 ou 6 médimnes attiques(env. 360-450 litres).
Étymologie: mot hébr.
English (Autenrieth)
English (Slater)
κόρος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.)
1 too much
a having too much, tedium, satiety ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος, ἀλλὰ μάργων ὑπ ἀνδρῶν (O. 2.95) ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας (P. 1.82) εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ (P. 8.32) κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια (N. 7.52) ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι (N. 10.20)
b wanting too much, ambition, insatiable greed κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον (O. 1.56) καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (join ἀνδρῶν with τινα) (N. 1.65) εἴ τις ἀνδρῶν εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον (I. 3.2) οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ (supp. Lobel e Σ, οὐκ ἐπὶ ὕβρει) fr. 169. 15.
c pro pers., Greed Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον (O. 13.10)
English (Strong)
of Hebrew origin (כֹּר); a cor, i.e. a specific measure: measure.