μομφή

From LSJ
Revision as of 17:51, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μομφή Medium diacritics: μομφή Low diacritics: μομφή Capitals: ΜΟΜΦΗ
Transliteration A: momphḗ Transliteration B: momphē Transliteration C: momfi Beta Code: momfh/

English (LSJ)

ἡ, poet. form of μέμψις (also in Pl.Ep.323b),

   A blame, reproof, Pi.N.8.39; μομφῆς ἄτερ τέθνηκεν A.Th.1015; cause of complaint, μομφὰν ἔχειν τινί Pi.I.4(3).36; ἕν σοι μομφὴν ἔχω in one thing I blame thee, E.Or.1069; μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν Id.Alc.1009; πρός τινα μ. ἔχειν Ep.Col.3.13: c. gen., μ. ἔχων ξυνοῦ δορός S.Aj.180 (lyr.); ὧν ἕνεκα μ. ἔχει Ar.Pax664.

German (Pape)

[Seite 201] ἡ, Tadel, Vorwurf; μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων, Pind. I. 3, 54, μομφὰν ἐπισπείρων ἀλιτροῖς, N. 8, 39; μομφῆς ἄτερ, Aesch. Spt. 1001; ἤ τινα μομφὰν ἔχων ξυνοῦ δορός, Soph. Ai. 180, zu klagen habend, wie ἕν σοι μομφὴν ἔχω Eur. Or. 1069, vgl. Phoen. 780; auch Ar. Pax 647, = μέμφομαι; in Prosa, Plat. Ep. VI, 323 b.

Greek (Liddell-Scott)

μομφή: ἡ, ποιητ. τύπος τοῦ μέμψις (ὡσαύτως ἐν Πλάτ. Ἐπιστ. 323Β), μέμψις, κατηγορία, ψόγος, παράπονον, προσβολή, Πινδ. Ν. 8. 66· μομφῆς ἄτερ τέθνηκεν Αἰσχύλ. Θήβ. 1060· - αἰτία παραπόνων, μομφὴν ἔχειν τινὶ Πινδ. Ι. 4. 61 (3. 54)· οὕτως, ἕν σοι μομφὴν ἔχω, εἰς ἓν πρᾶγμα σὲ μέμφομαι, Εὐρ. Ὀρ. 1069· μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1009· - ὡσαύτως μετὰ γεν., μ. ἔχων ξυνοῦ δορὸς Σοφ. Αἴ. 180· ὧν ἕνεκα μ. ἔχει Ἀριστοφ. Εἰρ. 664.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
blâme, reproche, plainte, grief : μομφὴν ἔχειν τινός SOPH avoir un grief contre qqn.
Étymologie: μέμφομαι.

English (Strong)

from μέμφομαι; blame, i.e. (by implication), a fault: quarrel.