σχίζω
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
English (LSJ)
Hdt.2.17, S.El.99 (anap.), etc.: poet. impf.
A σχίζον Pi.P. 4.228: fut. σχίσω LXX Su.55: aor. ἔσχισα Od.4.507 (ἀπο-), h.Merc. 128, etc., Ep. σχίσσα Hes.Sc.428:—Pass., fut. σχισθήσομαι LXX Za. 14.4: pf. ἔσχισμαι (v. infr.):—split, cleave, ῥινὸν ὀνύχεσσι Hes. l.c.; ἔσχισε δώδεκα μοίρας, i.e. divided them into twelve parts, h.Merc.l.c.; σ. νῶτον γᾶς, of the plough, Pi. l.c.; σχίσσαις κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα Id.N.9.24; ποδὶ γᾶν Id.Fr.167; κάρα πελέκει S. l.c.; esp. of wood, X.An. 1.5.12, etc.; of the wind, σ. περὶ πρῷραν τὰ κύματα Simon.25 (dub.); but πρῷρα σ. τὸ κῦμα Luc.Am.6; [θάλασσα] σχιζομένη ταῖς κώπαις Placit.3.3.2; ἔσχισε νῆα θάλασσα shattered it, AP9.40 (Zos.); σ. ὑποδήματα cut out, opp. νευρορραφεῖν, X.Cyr.8.2.5 (cf. πρόσχισμα); tear, ἱμάτιον Gloss.; τριβώνιον ἐσχισμένον BGU928.20,22 (iii A.D.); οἱ ἀποθανόντες ἐσχισμένοις ἐνειλοῦνται ῥάκεσιν ὡς καὶ τὰ βρέφη Artem.1.13. 2 generally, part, separate, divide, Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Hdt.l.c., cf. 4.49; σ. διχῇ τὸ γένος Pl.Sph.264d; κατὰ μῆκος Id.Ti.36b; σ. τὰς φλέβας divide them, ib.77d:—Pass., σχισθέντα A.Ag.623; φλὲψ σχιζομένη Hp.Art.20; ἐσχίσθη ὁ ποταμός Hdt.1.75; Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς branches into three channels, Id.2.17, cf. 15 (so ὁ λύχνος ἔσχισται διδύμην φλόγα AP12.199 (Strat.)); περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου ῥεῦμα Pl.Ti.21e; σχιζομένης τῆς ὁδοῦ Hdt.7.31; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο the army divided, Id.8.34; of a bird's wings (cf. σχιζόπτερος), Arist.PA642b28; of feet divided into toes (cf. σχιζόπους), Id.HA494a12; and of various parts of the body, ib.495b4, 507a13; branch off, ἀπὸ [τοῦ στελέχους] Thphr.HP1.1.9; φύλλα ἐσχισμένα εἰς έ μοίρας Dsc.4.41. 3 σχίζειν γάλα make milk curdle, i. e. separate the whey from the curds, Id.2.70; cf. σχίσις 2. II metaph. of divided opinions, σφεων ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι Hdt.7.219, cf. X.Smp.4.59; ἐσχίσθησαν ταῖς γνώμαις Gal. 16.728. (Cf. Lat. scindo, Goth. skaidan 'separate', etc.)
German (Pape)
[Seite 1056] (scindo, scheiden), spalten, zerspalten, zersplittern, Od. 4, 507; zerreißen, Hes. Sc. 428; νῶτον γᾶς, Pind. P. 4, 228; σχίσσεν κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα, N. 9, 24; übh. scheiden, theilen, zertheilen, zerlegen, zerschneiden, trennen, sondern; H. h. Merc. 128; Aesch. Ag. 699; σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει, Soph. El. 99; u. in Prosa: Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων, Her. 2, 17; u. ebendaselbst pass., Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς, er spaltet sich in drei Wege, Arme; σχιζομένη ὁδός, 7, 31, wie περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου ῥεῦμα, Plat. Tim. 21 e; σχίζεται εἰς δύο μέρη ἡ ῥύσις τοῦ ποταμοῦ, Pol. 2, 16, 11; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο, das Heer theilte sich, Her. 8, 34; u. übertr., ἐσχίζοντό σφεων αἱ γνῶμαι, ihre Meinungen theilten sich, 7, 219; κατὰ μῆκος σχίσας, Plat. Tim. 36 b; ἑκάτερον τῶν σχισθέντων, Polit. 263 a; τὸ γάλα, die Milch gerinnen machen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σχίζω: μέλλ. -ίσω [ῐ]· Ἐπικ. ἀόρ. σχίσσα. ― Παθητ., πρκμ. ἔσχισμαι. (Ἐκ τῆς √ΣΚΙΔ ἢ ΣΧΙΔ παράγονται καὶ τὰ σχίδη, σχίδαξ, σχίζα, σχινδάλαμος ἢ σκινδαλμός· ἐν τῇ Σανσκρ. τὸ s ἐξαφανίζεται, ΄khid, ΄khinad-mi, ΄khind-âmi (discerpo)· Λατ. scind-o, scid-i, caed-o, cecid-i· Γοτθ. skaid-a (χωρίζω)· Ἀρχ. Σκανδιν. skid (hgnum fi sum)· Ἀρχ. Γερμαν. sceit (discissio) Λιθ. skëdz-u (dividere).) Ὡς καὶ νῦν, σχίζω, χωρίζω (πρβλ. ἀποσχίζω), ῥινὸν ὀνύχεσσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 428· ἔσχισε δώδεκα μοίρας, δηλ. διῄρεσεν εἰς δώδεκα μέρη, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 128· σχ. νῶτον γαίας, ἐπὶ τοῦ ἀρότρου, Πινδ. Π. 4. 406· σχίσσε κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα ὁ αὐτ. ἐν Ν. 9. 59· ποδὶ γᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 148 κάρα πελέκει Σοφ. Ἠλ. 99· μάλιστα ἐπὶ ξύλου, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 12, κτλ.· ― ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, σχ. περὶ πρωΐαν τὰ κύματα Σιμωνίδ. 32· ἀλλά, πρῷρα σχ. τὸ κῦμα Λουκ. Ἔρωτ. 6· θάλασσα σχ. νῆα, κατασυντρίβει αὐτήν, Ἀνθ. Π. 9. 40· ― σχ. ὑποδήματα, κόπτω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νευρορραφεῖν, Ξενοφ. Κύρ. 8. 2, 5, πρβλ. πρόσχισμα. 2) καθόλου, διαχωρίζω, διατέμνω, Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Ἡρόδ. 2. 17, πρβλ. 4. 49· σχ. διχῇ Πλάτ. Σοφ. 264Ε· κατὰ μῆκος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 36Β· σχ. τὰς φλέβας, διαιρῶ αὐτάς, αὐτόθι 77D. ― Παθ., σχισθέντα Αἰσχύλ. Ἀγ. 623 φλὲψ σχιζομένη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· ἐσχίσθη ὁ ποταμὸς Ἡρόδ. 1. 75· Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς, διαιρεῖται εἰς τρία μέρη, εἰς τρία ῥεύματα, ὁ αὐτ. 2. 17, πρβλ. 15· (οὕτω, ὁ λύχνος ἔσχισται διδύμην φλόγα Ἀνθολ. Π. 12. 199)· περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου ῥεῦμα Πλάτ. Τίμ. 2 Ε· σχιζομένη ὁδὸς Ἡρόδ. 7. 31· ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο, διῃρεῖτο, ὁ αὐτ. 8. 34· ἐσχίζοντο σφέων αἱ γνῶμαι, διῃροῦντο, ὁ αὐτ. 7. 219, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4, 59· ― ἐπὶ τῶν πτερύγων πτηνοῦ (πρβλ. σχιζόπτερος), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 2· ἐπὶ ποδῶν ὧν οἱ δάκτυλοί εἰσι κεχωρισμένοι (πρβλ. σχιζόπους), ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 6 καὶ ἐπὶ διαφόρων μερῶν τοῦ σώματος, αὐτόθι 1. 16, 12., 2. 17. 2, κ. ἀλλ. ― ἀποχωρίζομαι ὡς κλάδος ἰδιαίτερος, ἀπὸ τοῦ στελέχους Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 9· φύλλα ἐσχισμένα εἰς ε΄ μοίρας Διοσκ. 4. 41. 3) σχίζω γάλα, κάμνω τὸ γάλα νὰ πήξῃ καὶ διαχωρισθῇ χωρίζω τὴν τυρώδη οὐσίαν ἀπὸ τοῦ ὀροῦ, Διοσκ. 2. 77· οὕτω, γάλα σχιστὸν αὐτόθι, πρβλ. σχίσις 2. ― Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σ. 196.
French (Bailly abrégé)
f. σχίσω, ao. ἔσχισα, pf. inus.
Pass. ao. ἐσχίσθην, pf. ἔσχισμαι;
fendre, séparer en fendant :
1 avec idée de violence κάρα πελέκει SOPH fendre la tête d’un coup de hache ; ξύλα XÉN fendre du bois;
2 sans idée de violence fendre, séparer, partager en deux : Νεῖλος σχίζει μέσην Αἴγυπτον HDT le Nil partage l’Égypte en deux moitiés ; Pass. se fendre, se séparer, se diviser en parl. d’une route, etc. ; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο HDT l’armée se divisa ; fig. ἐσχίζοντό σφεων αἱ γνῶμαι HDT leurs opinions se partageaient, ils étaient divisés dans leurs décisions.
Étymologie: R. Σχιδ, fendre ; cf. lat. scindo, caedo.
English (Autenrieth)
(cf. scindo), aor. ἔσχισεν: cleave, split, Od. 4.507.
English (Slater)
σχίζω
1 cut open ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα (N. 9.24) Καινεὺς σχᾰσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν when he was driven into the ground by the Centaurs Θρ. 6. 8. in tmesis, v. ἀνασχίζω (P. 4.228)
Spanish
English (Strong)
apparently a primary verb; to split or sever (literally or figuratively): break, divide, open, rend, make a rent.
English (Thayer)
(R G L marginal reading)); future (σχίσω (L text T Tr text WH (cf. Buttmann, 37 (32 f))); 1st aorist ἐσχισα; passive, present participle σχιζόμενος; 1st aorist ἐσχίσθην; (allied with Latin scindo, caedo, etc. (cf. Curtius, § 295)); from (Homer h. Merc.)) Hesiod down; the Sept. several times for בָּקַע , קָרַע ; to cleave, cleave asunder, rend: τί, αἱ πέτραι, οἱ οὐρανοί, τό καταπέτασμα, εἰς δύο added, into two parts, in twain (εἰς δύο μέρη, of a river, Polybius 2,16, 11)), τό δίκτυον, to divide by rending, τί, to be split into factions, be divided: Xenophon, conv. 4,59; τοῦ πλήθους σχιζομενου κατά αἵρεσιν, Diodorus 12,66).