ὑστερέω

From LSJ
Revision as of 18:01, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστερέω Medium diacritics: ὑστερέω Low diacritics: υστερέω Capitals: ΥΣΤΕΡΕΩ
Transliteration A: hysteréō Transliteration B: hystereō Transliteration C: ystereo Beta Code: u(stere/w

English (LSJ)

fut.

   A -ήσω LXXPs.83(84).12, al.: aor. ὑστέρησα (freq. with v.l. ὑστέρισα) Hdt.1.70, etc.: pf. ὑστέρηκα D.S.15.47, Ep.Hebr.4.1: plpf. ὑστερήκειν Th.3.31:—Pass., aor. ὑστερήθην 2 Ep.Cor.11.9, J.AJ15.6.7: (ὕστερος):—to be behind or later, come late, opp. προτερέω or φθάνω, ὑστέρησαν οἱ ἄγοντες Hdt.1.70, cf. E.Ph.976, X.HG 5.1.3, Pl.Grg.447a: c. dat. modi, ὑ. τῇ διώξει Th.1.134; τῇ βοηθείᾳ D.59.3: simply, occur later, of thunder after lightning, Epicur.Ep.2p.46U.    II c. gen. rei, come later than, come too late for, ὑστέρησαν (v.l. ὑστέρισαν) ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης came one day after the appointed day, Hdt.6.89; ὑ. τῆς μάχης ἡμέραις (sic leg. cum cod.C1, pro -ρας) πέντε came too late for the battle by five days, X.An.1.7.12; ὑστερήσαντες οὐ πολλῷ Th.8.44; ὑ. δείπνου Amphis 39; ἐπειδὴ τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει had come too late to save M., Th.3.31; ὑ. τῆς πατρίδος fail to assist it, X.Ages.2.1; τῶν λέμβων ὑ. miss them, Plb.5.101.4; τῶν καιρῶν Arist.SE175a26; τῆς ἐργασίας PCair.Zen. 25.12 (iii B. C.); ταύτης [τῆς ὥρας] Gal.7.362; τῆς βοηθείας D.S. 13.110.    2 c. gen. pers., come after him, ὑ. εἰς Ἁλίαρτον τοῦ Λυσάνδρου X.HG3.5.25: also c. dat., come too late for him, Th.7.29.    3 ὑ. ἔς τι Hp.Epid.6.7.3.    III metaph., lag behind, be inferior to, τῶν . . ἀποστόλων 2 Ep.Cor.11.5; ἐμπειρίᾳ ὑ. τῶν ἄλλων Pl.R.539e; μηδ' ἐν ἄλλῳ μηδενὶ μέρει ἀρετῆς ὑ. ib.484d; ἵνα γνῶ τί ὑστερῶ ἐγώ LXXPs.38(39).5.    2 fall below, fail to do justice to a theme, ὑστερήσας οὐδὲν τῆς τέχνης Luc.Par.60.    IV fail to obtain, lack, τἀγαθοῦ Clearch.Com.3.5; τοῦ δικαίου PEnteux.86.11 (iii B. C.); ξύλων ἀκανθίνων οὐχ ὑστεροῦσι, ἀλλ' ἢ ἔχουσιν ἱκανά PCair.Zen. 270.5 (iii B. C.):—Med. (with aor. Pass.), ὑστερεῖσθαί τινος D.S.18.71, Ep.Rom.3.23, J.AJ15.6.7, PMasp.2 iii 14 (vi A. D.); ὑστερηθεὶς τῆς ὁράσεως having lost his sight, PLond.5.1708.85 (vi A. D.); δάνιον δανιεῖς αὐτῷ ὅσον ἂν ἐπιδέηται καὶ καθ' ὅσον ὑστερεῖται LXX De.15.8 (cod. A); in fut. Med., παιδὸς ὑστερήσομαι (ἐστερήσομαι corr. Reiske) E.IA 1203.    2 abs., fail, come to grief, Phld.Oec.p.50 J.; fall short of supplies, ἵνα μηθὲν ὑστερῇ τὰ ἐλαιούργια PHib.1.43.6 (iii B. C.):—Med., to be in want, Ev.Luc. 15.14, 1 Ep.Cor.8.8; pf. part. ὑστερημένοι those who have failed, Phld.Herc.1457.9.    V of things, fail, be wanting, Dsc.5.75.13, Ev.Jo.2.3; ἕν σε (v.l. σοι) ὑστερεῖ Ev.Marc. 10.21; ὡς μὴ ὑστερεῖν τι ὑμῖν τῶν ὑπαρχόντων δικαίων BGU1074.7 (iii A. D.).—Cf. ὑστερίζω throughout.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστερέω: μέλλ. -ήσω, Ἑβδ. ἀόρ. ὑστέρησα (συχνάκις μετὰ διαφόρ. γραφῆς ὑστέρισα) Ἡρόδ., κλπ.· πρκμ. ὑστέρηκα Διόδ. 15. 47, Καιν. Δ.· ὑπερσ. ὑστερήκειν Θουκ. 3. 31· ― Παθ., ἀόρ. ὑστερήθην Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ια΄, 8, Ἰώσηπος (ὕστερος). Μένω ὀπίσωἔρχομαι ἀργότερα, καθυστερῶ, ἀντίθετ. τῷ προτερέω καὶ τοῦ φθάνω· ὑστέρησαν οἱ ἄγοντες Ἡρόδ. 1. 70, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 976, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 3, Πλάτ. Γοργ. 447C· μετὰ δοτ. τρόπου ἢ τοῦ κατὰ τί, ὑστ. τῇ διώξει Θουκ. 1. 134· τῇ βοηθείᾳ Δημ. 1346. 9. ΙΙ. μετὰ γεν. πράγμ., ἔρχομαι βραδύτερόν τινος, ἀργότερον ἢ ὅσον ἔπρεπεν, ὑστέρησαν (διάφορ. γραφ. ὑστέρισαν) ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης, ἦλθον κατὰ μίαν ἡμέραν ἀργότερον τῆς προσδιορισθείσης ἡμέρας, Ἡρόδ. 6. 89· Ἀβροκόμας δὲ ὑστέρησε τῆς μάχης πέντε ἡμέραις, ἦλθε πέντε ἡμέρας ὕστερον ἀπὸ τὴν μάχην (οὕτω, ἀναγνωστέον ἀντὶ -ρας), Ξεν. Ἀν. 1. 7, 12· ὑστ. δείπνου Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 3· ἐπειδὴ τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει, εἶχε φθάσει ἀργὰ πρὸς σωτηρίαν τῆς Μ., Θουκ. 3, 31· ὑστ. τῆς πατρίδος, ἀδυνατῶ νὰ ὑπερασπίσω αὐτὴν, Ξεν. Ἀγησ. 2. 1· ὑστ. τῶν λέμβων, δὲν προφθάνω αὐτάς, Πολύβ. 5. 101, 4· τῶν καιρῶν Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 16. 5· τῆς βοηθείας Διόδ. 13. 110· ὑστερήσας οὐδὲν τῆς σεαυτοῦ τέχνης Λουκ. Παράσ. 60. 2) μετὰ γεν. προσ., ἔρχομαι κατόπιν τινός, ὑστ. τινὸς εἰς τόπον Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 25· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ἔρχομαι παρὰ πολὺ ἀργὰ διά τινα ἄνθρωπον, Θουκ. 7. 29· ― ὡσαύτως, ὑστ. ἔς τι Ἱππ. 1194Η (ἐκ διορθώσεως τοῦ Littré). III. μεταφορ., δὲν φθάνω τινά, εἶμαι κατώτερός τινος, μετὰ γεν., Δημ. 447. 25, Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ια΄, 5· ὑστ. τινὸς ἐμπειρίᾳ Πλάτ. Πολ. 539Ε· μηδ’ ἐν ἄλλῳ μηδενὶ μέρει ἀρετῆς ὑστ. αὐτόθι 484D. IV. διατελῶ ἐν στερήσει τινός, δὲν κατορθώνω νὰ ἐπιτύχω τι, ὑστεροῦμεν τἀγαθοῦ Κλέαρχος ὁ Κωμῳδοποιὸς ἐν «Κορινθίοις» 1· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὑστερεῖσθαί τινος Διόδ. 18. 71, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 23, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 6, 7· καὶ ἐν τῷ μέσ. μέλλ. ὑστερήσομαι παιδὸς (ὁ Pors. γράφει ἐστερήσομαι, ὁ δὲ Herm. ἧς στερήσομαι) Ψευδευρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1203. 2) ἀπολ., διατελῶ ἐν στερήσει, Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. ιε΄, 14, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. η΄, 8. V. ἐπὶ πραγμάτων, ἐλλείπω, δὲν ὑπάρχω, ἐπιλείπω, δὲν ἀρκῶ, Λατ. deficere, Διοσκ. 5, 86, Εὐαγγ. κ. Ἰω. β΄, 3· ἕν σοι ὑστερεῖ Εὐαγγέλ. κατὰ Μάρκον Ι΄, 21. ― πρβλ. ὑστερίζω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 389.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ὑστερήσω, ao. ὑστέρησα, pf. ὑστέρηκα;
Pass. seul. ao. ὑστερήθην;
être en arrière, d’où
1 venir trop tard, être en retard ; ὑστερεῖν τινος εἰς τόπον XÉN arriver après qqn dans un lieu ; ὑ. μάχης XÉN n’arriver qu’après le combat;
2 fig. être en arrière de : τινος être inférieur à qqn ; ἔν τινι en qch ; τινί τινος à qqn en qch;
3 être en arrière de, manquer de, gén..
Étymologie: ὕστερος.

English (Strong)

from ὕστερος; to be later, i.e. (by implication) to be inferior; generally, to fall short (be deficient): come behind (short), be destitute, fail, lack, suffer need, (be in) want, be the worse.

English (Thayer)

ὑστερῶ; 1st aorist ὑστέρησα; perfect ὑστέρηκα; passive, present ὑστεροῦμαι; 1st aorist participle ὑστερηθείς; (ὕστερος);
1. Active, "to be ὕστερος i. e. behind; i. e.
a. to come late or too tardily" (so in secular authors from Herodotus down): to be left behind in the race and so fail to reach the goal, to fall short of the end; with ἀπό and the genitive indicating the end, metaphorically, fail to become a partaker: ἀπό τῆς χάριτος, fall back (i. e. away) from; cf. Winer s Grammar, § 30,6b.; Buttmann, 322 f (276f) cf. § 132,5) (to be inferior, in power, influence, rank, L T Tr WH passive, ὑστερουμένῳ); in virtue, τί ἔτι ὑστερῶ; in what am I still deficient (A. V. what lack I yet (cf. Buttmann, § 131,10)), ἵνα γνῷ τί ὑστερῶ ἐγώ, μηδ' ἐν ἄλλῳ μηδενί μέρει ἀρετῆς ὑστερουντας, Plato, de rep. 6, p. 484d.); μηδέν or οὐδέν followed by a genitive (depending on the idea of comparison contained in the verb (Buttmann, § 132,22)) of the person, to be inferior to (A. V. to be behind) another in nothing, to fail, be lacking (Dioscorides (100 A.D.>?) 5,86): Tdf.); ἕν σοι (T WH Tr marginal reading σε (cf. Buttmann, as above)) ὑστερεῖ, to be in want of, lack: with a genitive of the thing (Winer's Grammar, § 30,6), Josephus, Antiquities 2,2, 1).
2. Passive to suffer want (Winer's Grammar, 260 (244)): περισσεύειν, to abound, τίνος, to be devoid (R. V. fall short) of, Diodorus 18,71; Josephus, Antiquities 15,6, 7); ἐν τίνι, to suffer want in any respect, πλουτίζεσθαι ἐν τίνι, to lack (be inferior) in excellence, worth, opposed to περισσεύειν (A. V. to be the worse ... the better), ἀφυστερέω.)