ἐπόπτης
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἐπόψομαι)
A overseer, watcher, esp. of a god, Πυθῶνος Pi.N.9.5, cf. Epich.266 ; ὁ πάντων ἐ. θεός LXX Es.5.1 ; title of Poseidon, Paus.8.30.1 ; of the Sun, OGI666.25 (Egypt, i A. D.); δαίμονες ἐ. τῶν ἀνθρωπίνων Ti.Locr. 105a ; ὥσπερ ἐπόπτας τῶν στρατηγουμένων D.4.25 ; ἐ. γῆς καὶ θαλάσσης, of Pompey, JHS27.64 (Cyzicus); of Augustus, IGRom.4.309 (Pergam.); ἐ. εἰρήνης, of a police magistrate, POxy.991 (iv A.D.). 2 simply, spectator, πόνων A.Pr.301. 3 inspector, Cod.Just.10.16.13 Intr. II one admitted to the highest grade of the mysteries, IG12.6.51, Plu.Alc.22, etc., cf. ἐφόπται IG12(8).205.3 (Samothrace) : c. gen., μυστηρίων ἐ. Michel1141 (ibid.) ; τινος PMag.Lond.121.572 : metaph., ἐ. τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος 2 Ep.Pet.1.16.
German (Pape)
[Seite 1008] ὁ, der Etwas ansieht, beschaut, Zuschauer, Aufseher; Πυθῶνος ἐπόπται heißen Pind. N. 9, 5 Apollo u. Artemis; πόνων ἐμῶν ἥκεις ἐπ. Aesch. Prom. 299; τῶν ἀνθρωπίνων Tim. Locr. 105; στρατιώτας ὥςπερ ἐπόπτας τῶν στρατηγουμένων παρακαταστήσαντες Dem. 4, 25; Ath. V, 206 d u. A. – Der zum dritten u. höchsten Grade in den eleusinischen Mysterien Gelangte, der Schauende, Epopt, Plut. Alc. 22 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπόπτης: -ου, ὁ, (ἐπόψομαι, ἐφοράω) ὁ ἐπιβλέπων, φύλαξ, ἰδίως ἐπὶ θεοῦ, Πινδ. Ν. 9. 12· ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Παυσ. 8. 30, 1· ἐπὶ τοῦ Ἡλίου, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 4699· ἐπ. πόνων, θεατής, Αἰσχύλ. Πρ. 299· τῶν ἀνθρωπίνων Τίμ. Λοκρ. 105Α· ὥσπερ ἐπόπτας τῶν στρατηγουμένων Δημ. 47. 5. ΙΙ. ὁ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὸν τρίτον καὶ ἀνώτατον βαθμὸν τῆς μυήσεως ἐν τοῖς μυστηρίοις (ἀλλ’ ἴδε μύστης), Συλλ. Ἐπιγρ. 71b. 7, 2158, Πλουτ. Ἀλκ. 22· πρβλ. ἐποπτεύω ΙΙ, ἐποπτικός. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui observe, qui veille à ou sur, qui préside à;
2 particul. qui contemple (les mystères), càd initié du plus haut degré aux mystères d’Éleusis.
Étymologie: ἐπόψομαι.
Spanish
vigilante, iniciado en los misterios
English (Strong)
from ἐπί and a presumed derivative of ὀπτάνομαι; a looker-on: eye-witness.
English (Thayer)
ἐπόπτου, ὁ (from unused ἐπόπτω);
1. an overseer, inspector, see ἐπίσκοπος; (Aeschylus, Pindar, others; of God, in ἀνθρωπίνων ἔργων, Clement of Rome, 1 Corinthians 59,3 [ET]).
2. a spectator, eye-witness of anything: so in ἐπόπται by the Greeks who had attained to the third (i. e. the highest) grade of the Eleusinian mysteries (Plutarch, Alcib. 22, and elsewhere), the word seems to be used here to designate those privileged to be present at the heavenly spectacle of the transfiguration of Christ.