παρακαταθήκη

From LSJ
Revision as of 18:08, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαταθήκη Medium diacritics: παρακαταθήκη Low diacritics: παρακαταθήκη Capitals: ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ
Transliteration A: parakatathḗkē Transliteration B: parakatathēkē Transliteration C: parakatathiki Beta Code: parakataqh/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A deposit of money or property entrusted to one's care, Hdt.5.92.ή; αἱ τῶν χρημάτων π. Isoc.1.22; π. Ἀθηναίας, i.e. deposited in her temple, IG22.1407.42; π. ἔχειν ib.12.116.16, Th.2.72, cf. Anaxandr.55.1; π. χρυσίου ἢ ἀργυρίου δεξάμενος Pl.R.442e; π. καταθέσθαι παρά τινι Lys.32.16, cf. 5; ἀποδιδόναι to restore it, Arist. EN1135b7; ἀποστερῆσαι to withhold it, Id.Rh.1383b21; ἐν π. δοθῆναι, ἔχειν, Plb.5.74.5, Mitteis Chr.372 vi 19 (ii A. D.); αἱ π. τῆς τραπέζης banking deposits, D.36.6: metaph., ταῦτ' (sc. τοὺς νόμους) ἔχεθ' . . παρὰ τῶν ἄλλων ὡσπερεὶ π. Id.21.177; οἱ τὴν τῶν νόμων π. ἔχοντες Aeschin.1.187.    2 of persons entrusted to guardians, ward, Ἀπόλλωνα παρὰ Ἴσιος π. δεξαμένη Hdt.2.156; of children, D.28.15; of persons under the protection of the state, sacred trust, Din.1.9. (Cf. παρκαθήκα.)

German (Pape)

[Seite 481] ἡ, das bei Einem Niedergelegte, bes. das ihm anvertraute Geld, δόμα μετὰ πίστεως, Plat. defin. 415 d, u. ἐνέχυρον in VLL. erklärt; übh. das Anvertrau'te; λαμβάνειν, δέξασθαι, Her. 2, 156. 6, 86; ἔχειν, Thuc. 2, 72; χρυσίου δεξάμενος, Plat. Rep. IV, 442 e; oft bei Rednern, Lys. 8, 17. 32, 5; Isocr. 1, 22; Din. 1, 9; εὔορκος, Dem. 25, 11; οἱ τὴν τῶν νόμων ἔχοντες παρακαταθήκην, Aesch. 1, 187; Arist. eth. 5, 8 u. oft; δοθείσης ἐν παρακαταθήκῃ τῆς Λαοδίκης, Pol. 5, 74, 5. – Auch = παρακαταβολή, Lob. Phryn. 313.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαταθήκη: ἡ, κατάθεσις χρημάτων ἢ περιουσίας εἰς χεῖράς τινος ἢ παράδοσις αὐτῶν εἰς τὴν φροντίδα τινός, Λατιν. fideicommissum, Ἡρόδ. 5. 92, 7· π. ἔχειν Θουκ. 2. 72, Αἰσχίν., κτλ.· δέχεσθαι Πλάτ. Πολ. 442Ε · π. καταθέσθαι παρά τινι Λυσ. 903.8, πρβλ. 894 ἐν τέλ.· ἀποδιδόναι Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 5. 8, 4· ἀποστερῆσαι ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 2. 6, 3· ἐν παρακαταθήκῃ δοθῆναι Πολύβ. 5. 74, 5· π. τῆς τραπέζης, χρήματα κατατεθειμένα ἐν τραπέζῃ, Δημ. 946. 1· - ταῦτ’ (ἐξυπακ. τοὺς νόμους) ἔχεθ’ ... παρὰ τῶν ἄλλων ὡσπερεὶ παρακαταθήκην ὁ αὐτ. 57. 7· οἱ τὴν τῶν νόμων π. ἔχοντες Αἰσχίν. 26. 33· π. τῶν χρημάτων Ἰσοκρ. 6D· χρυσίου ἢ ἀργυρίου Πλάτ. Πολ. 442Ε· π. Ἀθηνᾷ, χρήματα κατατεθειμένα ἐν τῷ ναῷ αὐτῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 41, ὅρα Böckh εἰς 154. 2) ἐπὶ προσώπων παραδεδομένων εἰς τὴν φροντίδα ἐπιτρόπων, Ἀπόλλωνα παρὰ Ἴσιος π. δεξαμένη Ἡρόδ. 2. 156· ἐπὶ τέκνων, Δημ. 480. 11· ἐπὶ προσώπων διατελούντων ὑπὸ τὴν προστασίαν τῆς πολιτείας, ἱερὰ καὶ ἀπαραβίαστα πρόσωπα, Δείναρχ. 91. 15. - Πρβλ. παραθήκη, καὶ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 313.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dépôt confié à qqn ; particul. argent ou bien confié à la garde de qqn, argent déposé dans une banque.
Étymologie: παρά, καταθήκη.

Spanish

práctica

English (Strong)

from a compound of παρά and κατατίθημι; something put down alongside, i.e. a deposit (sacred trust): that (thing) which is committed (un-)to (trust).

English (Thayer)

παρακαταθήκης, ἡ, (παρακατατίθημι), a deposit, a trust: so in elz 1633 in Herodotus, Thucydides, Xenophon, Aristotle, eth. Nic. 5,8, 5, p. 1135,{b} 4; Polybius, Diodorus 15,76; Josephus, Antiquities 4,8, 38; Aelian v. h. 4,1); see παραθήκη above.