χωρίον
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
τό, Dim. (only in form, cf.
A χ. μέγιστον Th.2.19) of χῶρος and χώρα: 1 place, spot, district, very freq. in Prose from Hdt. down wards, e.g. 2.8,10,29, Th.2.54; also in Com., as Ar.Nu.209, etc.; never in Trag.: ἐκ τοῦ αὐτοῦ χ. from the same spot, Hdt.1.11; χ. ἔρημον, χ. χαλεπὰ καὶ πετρώδη, Th.4.9; χ. ἱππάσιμα X.Cyr.1.4.14: pl., sites, οἰκίσαι χωρία Th.1.12. 2 town, ib.100, etc.; χωρίων κατάληψις Pl.Grg.455b, cf. Lys.28.7, etc. 3 landed property, estate, Th.1.106, Pl.Lg.844b, Lys.7.4, IG12.325.10; used with ἀγρός, X.HG2.4.1, etc. 4 place of business, office, D.45.33. 5 space, room, Th.1.63, etc.; esp. in Geom., space enclosed by lines, area, figure, Pl.Men.82b sq., Ar.Nu.152, Euc.Dat.55, Papp.240.17: esp. rectangle, Archim.Con.Sph.2, al. 6 passage in a book, Hdt.2.117 (unless interpol.), Luc.Hist.Conscr.12, Ath.15.672a, Simp.inCael.126.4. b subject, Th.1.97: pl., topics, Lycurg.31. 7 Medic., part of the body, Hp.Fract.2, cf. Aph. 1.21 (pl.); τὸ χ. τὸ ἐπὶ τοῦ ἥπατος periphr. for the gall-bladder, Id.Morb.4.36.
German (Pape)
[Seite 1388] τό (der Form nach dim. von χῶρος), Raum, Platz, Stelle, jede bestimmt angegebene Oertlichkeit, Her. u. Folgde. – Von geometrischen Figuren, Plat. Menon oft. – Auch Stellen in einem Schriftsteller, Her. 2, 117, Thuc. 1, 97 u. Sp., wie Luc. de conscr. hist. 12; Ath. XV, 671 f. – Bes. fester Ort, Platz, Plat. Gorg. 455 b, und oft in den Historikern. – Auch Landgut, Thuc. 1, 106 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χωρίον: τό, ὑποκορ. (μόνον κατὰ τύπον, οἷον χ. μέγιστον Θουκ. 2. 19) τοῦ χῶρος καὶ τοῦ χώρα· 1) ἰδιαίτερος τόπος, θέσις, τόπος, σημεῖον, τοπικὸν διαμέρισμα, ἐπαρχία, συχνότατον παρὰ τοῖς πεζολόγοις ἀπὸ τοῦ Ἡροδ. καὶ ἑξῆς, π.χ. 2. 8, 10, 29, πρβλ. Θουκ. 2. 54· ὡσαύτως παρὰ τοῖς κωμ., οἷον Ἀριστοφ. Νεφ. 209, κλ.· ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ τοῖς Τραγ.· - ἐκ τοῦ αὐτοῦ χ., ἐκ τοῦ αὐτοῦ σημείου, Ἡρόδ. 1. 11· χ. ἔρημον, χαλεπὸν καὶ πετρῶδες Θουκ. 4. 9· ἱππάσιμον Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 4, 14· τετράγωνον Πλάτ. Μένων 82C. 2) θέσις, τόπος, μάλιστα ὀχυρὰ θέσις, ὀχύρωμα, Ἡρόδ. 1. 84, Θουκ. κλπ.· οἰκίζειν χωρία Θουκ. 1. 12, κλπ.· χωρίων κατάληψις Πλάτ. Γοργ. 455Β, πρβλ. Λυσί. 180, 7, κλπ. 3) περιουσία κτηματική, ἀγρός, κτῆμα, Θουκ. 1.106, Πλάτ. Νόμ. 844Β, Λυσίας 108. 33· ἐν χρήσει μετὰ τοῦ ἀγρός, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 1, κλπ. 4) τόπος ἐργασίας, ἐργαστήριον, γραφεῖον, Δημ. 1111. 22. 5) ἐν τῇ γεωμετρίᾳ, χῶρος περιεχόμενος ἐντὸς γραμμῶν, ἡ ἐπιφάνεια σχήματος, Πλάτ. Μένων 82Β, κἑξ., πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 152. 6) = τόπος Ι. 4, χωρίον συγγραφέως, περικοπή, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 12, Ἀθήν. 672Α, Εὐστ. κλπ.· (παρ’ Ἡροδ. 2. 117, ἡ φράσις καὶ τόδε τὸ χωρίον φαίνεται ὡς γλώσσημα, ἴδε Valck. ἐν τόπῳ)· - μέρος, ἐποχὴ ἢ περίοδος τῆς ἱστορίας, Θουκ. 1. 97.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. emplacement, d’où
1 place, emplacement;
2 t. de géom. espace compris entre des lignes, aire, surface;
II. particul. :
1 marché;
2 place forte;
3 contrée, pays;
4 fonds de terre, domaine de campagne, champ ou jardin;
5 passage d’auteur, période d’histoire.
Étymologie: χώρα ou χῶρος.
English (Strong)
diminutive of χώρα; a spot or plot of ground: field, land, parcel of ground, place, possession.
English (Thayer)
χωρίου, τό (diminutive of χῶρος; or χώρα), from Herodotus down;
1. a space, a place; a region, district.
2. a piece of ground, a field, land (Thucydides, Xenophon, Plato, others): A. V. parcel of ground); lands); a farm, estate: plural τόπος, at the end.)