ἄκρος
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
α, ον, (on the Root
A v. ἀκή A) at the farthest point or end, hence either topmost, outermost, or inmost. 1 highest, topmost, ἀκροτάτῃ κορυφῇ Il.1.499, al.; ἐν πόλει ἄκρῃ, = ἐν ἀκροπόλει, Il.6.88, cf. 257; ἄκρῳ Ὀλύμπῳ 13.523; ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ 14.352; λάψοντες . . μέλαν ὕδωρ ἄκρον at its surface, 16.162; ἄκρον ῥινόν surface of skin, Od.22.278; ἐπ' ἄκρων ὀρέων o mountain tops, S.OT1106: Sup. ἀκρότατος, ὔσδος Sapph.93.2; ὀρόφοισι Orac. ap. Hdt.7.140. 2 outermost, πεδίον ἐπ' ἄκρον to the farthest edge of the plain, S.Ant. 1197; κατ' ἄκρας σπιλάδος from the surface of a stone, Id.Tr.678; esp. of extremities of body, ἄ. χείρ, πόδες, ὦμος, end of hand, ends of feet, tip of shoulder, Il.5.336, 16.640, 17.599; ἄκρων χειρῶν καὶ ποδῶν Hdt.1.119, cf. Th.2.49, Pl.La. 183b, Ti.76e; but τὸ ἄ. τῆς χειρός, τοῦ ποδός, thumb, great toe, LXX Ex.29.20, Le.18.22; γλῶσσαν ἄκραν S.Aj. 238; πίτυν ἄκρας τῆς κόμης καθέλκων by the top of the crown, Cratin. 296:—ἐπ' ἄκρων [δακτύλων] on tiptoe, S.Aj. 1230, ubi v. Sch.; comically, ἐπ' ἄκρων πυγιδίων on tip-tail, Ar.Ach.638; ἐν ἄκροισι βὰς ποσί E.Ion1166; παρ' ἄκρας τρίχας Or. 128; ἀκροτάτοις χείλεσι Epigr.Gr. 547.8:—οὐκ ἀπ' ἄκρας φρενός not from the outside of the heart, i.e. from the in mostheart, A.Ag.805, cf. E.Hec. 242; ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις with mere edges of sail, i.e. under close-reejed sails, Id.Med.524, cf. Ar.Ra.999. b Geom., of the extremity of a line, ἡ ἐπ' ἄκραν τὴν ἀποληφθεῖσαν ἀγομένη Apollon. Perg.Con. 4.8: Math., of extremes in a proportion, Pl.Ti.36a, etc.; εἰς ἄκρον καὶ μέσον λόγον τέμνειν cut in extremeand mean ratio, Euc.6.30, cf.5 Def.17. c in Tactics, ἄκροι, οἱ, flank men, Ascl.Tact.1.3, cf. 7.6. 3 inmost, μυελός E.Hipp. 255. II of Time, ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ on the edge of evening. i.e. at nightfall, Pi.P. 11.10, cf. ἄκρῃ νυκτί Arat.775; ἄκρου τοῦ ἔαρος at beginning of spring, IPE12.352.29 (Cherson., ii B. C.); but usu. denoting completeness, ἄκρου τοῦ θέρεος at mid-summer, Hp.Aph.3.18; χειμῶνος ἄκρω Theoc. 11.37; ἄκρας νυκτός at dead of night, S.Aj.285. III of Degree, highest in its kind, consummate, 1 of persons, Hdt. 5.112, 6.122; τοξότης ἄ. A.Ag.628; θεσφάτων γνώμων ἄ. ib.1130; μάντις S.El.1499; ἰατροί Phld.Lib.p.67 O.; οἱ πάντῃ ἄ., οἱ ἀκρότατοι Pl.Tht.148c; of any extremes, opp. τὰ μεταξύ, τοῖς ἄ. τὰ ἄ. ἀποδιδόναι Id.R.478e, cf. Phd.90a; of classes in a state, Arist.Pol.1296b39: in moral sense, both good and bad, ἐπιδικάζονται οἱ ἄ. τῆς μέσης χώρας Id.EN1107b31; αἱ ἄ. [διαθέσεις] ib.1108b14, cf. ἄκρον 11.1:—c. acc. modi, ψυχὴν οὐκ ἄ. not strong of mind, Hdt.5.124; ἄ. τὰ πολέμια 7.111; ἄ. ὀργήν quick to anger, passionate, 1.73; Εὐρώπη ἀρετὴν ἄκρη 7.5: c.gen., οἱ ἄ. τῆς ποιήσεως Pl.Tht.152e; ἄ. εἰς φιλοσοφίαν R.499c; περὶ ὁπλομαχίαν Lg.833e. 2 of things, highest, extreme, συμφορά Alex. 222.4 (cj. Dobree); νηστεία Diph.54: Sup., Pl.Phlb.45a. IV as Subst., v. ἄκρα, ἄκρον. V neut. as Adv., on the top or surface, ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος Il.20.229; ἄκρα δ' ἐπ' αὐτᾶς βαθμῖδος AP7.428.3 (Mel.). 2 reg. Adv. ἄκρως, ἀνεστάλθαι to be turned up at the point, Hp.Mochl.24. b utterly, perfectly, Pl.R.543a, Hegesand. 4; μόνος ἄκρως Euphro 1.5; σχῆμα ἄ. στρογγύλον absolutely round, Hero *Deff.76. c skilfully, Phld.Lib.p.27 O.
German (Pape)
[Seite 84] (ἀκή), in eine Spitze auslaufend, was sich am äußersten Ende und Rande befindet, das äußerste, oberste, höchste; μέσα καὶ ἄκρα entgegengesetzt Plat. Phaedr. 264 c; – a) bei Hom. immer von concreten Dingen, oft als Prädicatsnomen; πρώονες ἄκροι Iliad. 16, 299. ἄκραι ἠιόνες 17, 264, ἄκρῳ Ὀλύμπῳ Iliad 13, 523, ἀκροτάτῃ κορυφῇ Οὐλύμποιο Iliad. 5, 754, auf einer hohen Spitze, Scholl. Aristonic. ὅτι ὑπερθετικὸν ἀντὶ ἁπλοῦ, ἀκροτάτῃ ἀντὶ τοῦ ἄκρᾳ, Lehrs Arist. p. 168; ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ Iliad. 15, 152; häufig auch bei Anderen von Bergen; ἐπ' ἄκρῳ ῥυμῷ, an der Spitze der Deichsel, Il. 5, 729, vgl. Scholl. Aristonic.; ὕδωρ ἄκρον, die Oberfläche des Wassers, 16, 162; Πέργαμος ἄκρη Iliad. 5, 460. 6, 512, πόλις ἄκρη 6, 257. 317. 7, 345, πόλις ἀκροτἀτη (superl. Homerisch = posit.) 22, 172, der hochgelegene Theil der Stadt, die Burg, welche Od. 8, 494. 504 ἀκρόπολις heißt, s. d. W.; πύργων ἐπ' ἄκρων στάς Eur. Phoen. 1098. Bes. von Theilen des Körpers: χεῖρα ἄκρην οὔτασε, er verwundete die Spitze der Hand, Il. 5, 336; χερῶν ἄκροι κτένες Aesch. Ag. 1576; vgl. Ar. Lys. 443; Eur. I. A. 951; ἄκροι δάκτυλοι, Fingerspitzen, I. T. 251; Plat. Prot. 352 a; πόδας ἄκρους, bis zu den Fußspitzen, Il. 16, 640; vgl. Eur. Ion 1166; Plat. Lach. 183 b; übtr. Soph. Ai. 1209 ἐπ' ἄκρων ὁδοιπορεῖς, du bist stolz, hochfahrend; ἐπ' ἄκροις τοῖς κώλοις Plat. Tim. 76 e; ἄκρος μυελός, das innerste Mark, Eur. Hipp. 255; οὐ γὰρ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου, er hat das Herz im Innersten getroffen, Hec. 249. – b) von der Zeit: ἄκρας νυκτός Soph. Ai. 278, nach dem Schol. Anfang der Nacht; vgl. ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ Pind. P. 11, 10, s. ακρέσπερος. – c) auf den Geist übertr.: ἀπ' ἄκρας φρενός, scharfer Verstand, Aesch. Ag. 805; δι' ἄκρων φρενῶν Eur. Bacch. 203; ὀργὴν οὐκ ἄκρος Her. 1, 73. ψυχὴν οὐκ ἄκρος 5, 124, nicht stark an Gemüth, Muth; ἄκρος ὀργήν = jähzornig App. Hisp. 98. Sehr gewöhnlich: das Ausgezeichnetste, Vortrefflichste seiner Art, Ἀργείων ἄκροι, die Vornehmsten unter den Argivern, Eur. Phoen. 430; ἄκρος τοξότης, ein ausgezeichneter Schütze, Aesch. Ag. 614; μάντις Soph. El. 1491; ἄκραι ἀρεταί Pind. Ol. 13, 15; Ἴωνες ἄκροι γίγνονται, zeichnen sich aus, Her. 5, 112; ἀνὴρ ἄκρος 6, 122, ein tüchtiger Mann, πολίτης Plat. Legg. VII, 823 a; εἰσὶ τὰ πολέμια ἄκροι, sind im Kriegswesen ausgezeichnet, Her. 7, 111. Bes. seit Plat. häufig δικαστής, κυβερνήτης, ἰατρός, Theaet. 201 c Rep. II, 360 e, u. sonst; Ggstz οὐ φαῦλοι ἀλλ' ὅτι μάλιστα ἄκροι Legg. XI, 753 e. Auch von Thieren: ποιμνίον ἀκρότατον Rep. V, 459 e: von Sachen: ἡδοναὶ ἀκρόταται Phileb. 45 a: μισθὸς ἄκρος, hoher Lohn, Theocr. 7, 31; τιμωρία Plut. Cic. 19, u. ä. öfter. Dah. ἄκρος εἴς τι, περί τι, Plat. Rep. VI, 499 c Legg. VIII, 833 e. Häufig steht sowohl das fem. ἡ ἄκρα (s. oben besonders), als auch das neutr. τὸ ἄκρον substantivisch, Σούνιον, ἄκρον Ἀθηνέων Od. 3, 278, das Vorgebirge von Attika; Γάργαρον ἄκρονἼδης Il. 14, 292; τὰ τῶνἌλπεων Pol. 3, 55, 9, u. öfter, der auch οἱ ἄκροι für Berge braucht; vgl. ἐπὴν δ' ἐς ἄκρον ἵκηαι Hes. O. 286; μοχλὸν ἐλάινον, ὀξὺν ἐπ' ἄκρῳ, an der Spitze, Od. 9. 382. Uebtr. das Höchste einer Sache, πανδοξίας ἄκρον Pind. N. 1, 13, u. öfter σοφίας u. dgl.; πρὸς ἄκρῳ γενέσθαι Plat. Phaedr. 247 b, u. oft bei Sp.; εἰς ἄκρον ἱκέσθαι, ἐπὶ τὸ ἄκρον ἄγειν, ὲλθεῖν, Plat. Legg. III, 701 c Tim. 20 a; ἐπὶ τὰ ἄκρα τῆς θαλάττης ἀφῖγμαι Phaed. 109 d; φιλήματος ἄκρα φέρεσθαι, den Preis des Kusses davontragen, Theocr. 12, 31. – Adv. ἄκρον, zu äußerst, Il. 20, 229; ἄκρα Mel. 123 (VII, 428); Theocr. 27, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρος: -α, -ον, (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἀκὴ Ι.) ὁ εἰς τὸ ἀπώτατον σημεῖον ἢ ἄκρον, ἑπομένως ὕψιστος, Λατ. summus ἢ ἐξώτατος, ἔσχατος, Λατ. extremus: 1) ὕψιστος, ὑψηλότατος, ἀκροτάτῃ κορυφῇ, Ἰλ. Α. 499, καὶ ἀλλ., ἐν ἄκρῃ πόλει = ἐν ἀκροπόλει, Ἰλ. Ζ. 88˙ ἐξ ἄκρης πόλιος, αὐτόθι 257˙ ἄκρῳ Ὀλύμπῳ, Ν. 523˙ Γαργάρῳ ἄκρῳ, Ξ. 352˙ λάψοντες... μέλαν ὕδωρ ἄκρον, κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ, Π. 162˙ ἄκρην ῥινόν, τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ δέρματος, Ὀδ. Χ. 278, πρβλ. κατωτ. V˙ ἐπ’ ἄκρων ὀρέων, ἐπὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων, Σοφ. Ο. Τ. 1106˙ πρβλ. ἀπότομον˙ ― ὑπερθ. ἀκροτάτοις ὀρόφοισι, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140. 2) ἐξώτατος, ἀπώτατος, κατ’ ἄκρας σπιλάδος, εἰς τὸ ἄκρον τῆς..., Σοφ. Τρ. 678˙ πεδίον ἐπ’ ἄκρον, ὁ αὐτ. Ἀντ. 1197˙ ἰδίως ἐπὶ τῶν ἄκρων τοῦ σώματος, ἄκρη χείρ, ἄκροι πόδες, ἄκρος ὦμος, τὸ ἄκρον τῆς χειρός, τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν, τὸ ἀκρότατον σημεῖον τοῦ ὤμου, Ἰλ. Ε. 336, Π. 640, κτλ., ἄκρος πούς, χείρ, ὁ πούς, ἡ χείρ, Ἡρόδ. 1. 119 καὶ πιθαν. Θουκ. 2. 49, πρβλ. ἀκρόχειρ˙ γλῶσσαν ἄκραν, Σοφ. Αἴ. 238˙ ἄκρας τῆς κόμης, ἐκ τοῦ ἄκρου τοῦ φυλλώματος, Κρατῖν. Ἄδηλ. 138: ― ἐπ’ ἄκρων [δακτύλων] = ἀκροποδητί, Σοφ. Αἴ. 1230, ἔνθα ἴδε Σχολ., οὕτω κωμικῶς, ἐπ’ ἄκρων πυγιδίων, ἐπὶ τοῦ ἄκρου τῆς οὐρᾶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 638, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 76Ε: ― ἀκροτάτοις χείλεσιν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 547. 8: ― οὐκ ἀπ’ ἄκρας φρενός, οὐχὶ ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ τῆς καρδίας, τ. ἐ. ἐκ μέσης καρδίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 805, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 242˙ ἄκρος μυελός, ὁ ἐσώτατος μυελός, ὁ αὐτ. Ἱππ. 255˙ ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις, ἁπλῶς μὲ τὰ ἄκρα τοῦ ἱστίου, ὅ ἐ. μὲ σχεδὸν συνεσταλμένα ἱστία πρὸς ἀποφυγὴν τῆς ὁρμῆς τοῦ ἀνέμου, ὁ αὐτ. Μήδ. 524 (ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: μὲ ἐντελῶς ἀναπεπταμένα ἱστία˙ ἀλλ’ ἴδε Ἀριστοφ. Βάτρ. 1000˙ καὶ αὐτόθι. τὸν Σχολ.). ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, τὸ ἄκρος σημαίνει τὸ πλῆρες, ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ, ὅτε ἦτο πλήρης ἑσπέρα, Πινδ. Π. 11. 18˙ ἄκρον θέρος, μέσον τοῦ θέρους, Ἱππ. Ἀφ. 1247˙ ἄκρας νυκτός, εἰς τὸ βάθος τῆς νυκτὸς ὅταν τὰ πάντα ἡσυχάζωσι, Σοφ. Αἴ. 285˙ πρβλ. ἀκρέσπερος, ἂν καὶ ἔν τισι μεταγενεστέροις συνθέτοις ἄκρος σημαίνει ὅτι ὁ χρόνος μόλις ἦλθε, πρβλ. ἀκρόνυχος, -φανής, ἀκρωρία. ΙΙΙ. ἐπὶ βαθμοῦ, ὁ ὕψιστος εἰς τὸ εἶδός του, πρῶτος, ἔξοχος, ὑπέροχος, Λατ. capitalis, 1) ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ. 5. 112., 6. 122, Αἰσχύλ. Ἀγ. 628˙ θεσφάτων γνώμων ἄκρος, αὐτόθι 1130˙ μάντις, Σοφ. Ἠλ. 1499˙ οἱ πάντῃ ἄκροι, οἱ ἀκρότατοι, Πλάτ. Θεαίτ. 148C˙ τοῖς ἄκροις τὰ ἄκρα ἀποδιδόναι, ὁ αὐτ. Πολ. 478Ε: ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς ἄκρου (κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ μέσος) ὡς ἐπὶ τάξεων ἐν πολιτείᾳ, Ἀριστ. Πολ. 4. 12, 4: ἐπὶ ἠθικῆς καταστάσεως, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 8˙ πρβλ. αὐτόθι 8, 1, καὶ ἄκρον ΙΙΙ: ― συχνάκις προστιθεμένης αἰτιατ. τρόπου ἢ τοῦ κατά τι, ψυχὴν οὐκ ἄκρος, οὐχὶ ἰσχυρὸς τὸν νοῦν, Ἡρόδ. 5. 124˙ ἄκροι τὰ πολέμια, 7. 111˙ ἄκρος ὀργήν, ὀξύθυμος, ταχέως ὀργιζόμενος, 1. 73˙ Εὐρώπη ἀρετὴν ἄκρη, 7. 5˙ οὕτω μετὰ γεν. τρόπου, οἱ ἄκροι τῆς ποιήσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 152Ε˙ τῆς φιλοσοφίας, Κλημ. Ἀλ., κτλ.: ὡσαύτως, ἄκρος εἰς φιλοσοφίαν, Πλάτ. Πολ. 499C˙ περὶ ὁπλομαχίαν, ὁ αὐτ. Νόμ. 833Ε: ― οὕτω καὶ καθ’ ὑπερθ., ὕψιστος, ἐξοχώτατος, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 148C, καὶ ἀλλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὕψιστος, ἄκρος, ἔσχατος, συμφορά, Ἄλεξ. ἐν «Ταραντίνοις» 4 (ὡς διωρθώθη)˙ νηστεία, Δίφιλ. ἐν «Λημνίαις» 1: ― ὑπερθ., Πλάτ. Φίλ. 45Α. IV. ὡς οὐσιαστ., ἴδε ἐν λέξ. ἄκρα, ἄκρον. V. οὐδέτερ. ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ τῆς κορυφῆς ἢ τῆς ἐπιφανείας, ἐλαφρῶς ἐπὶ τοῦ ἄκρου, ἄκρον ἐπ’ ἀνθερίκων θέον, Ἰλ. Υ. 227˙ ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος, αὐτόθι 229˙ οὕτω, ἄκρα δ’ ἐπ’ αὐτᾶς βαθμῖδος, Ἀνθ. Π. 7. 428, 3. β) ὑπερβαλλόντως, εἰς ὑπερβολήν, οὐδ’ ἄκρα τιμήεσσα, Θεόκρ. 27. 43˙ ἄκρον ἐρώτων εἰδότος, ἄκρα μάχας, Ἀνθ. Π. 7. 448˙ ἄκρον ἔχει σοφίης, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 442. ἄκρα φέρουσ’ ἀρετῆς, αὐτόθι 224˙ πρβλ. ἄκρον ΙΙ. 2) ὡσαύτως ἐν τῷ ὁμαλῷ ἐπιρρ., ἄκρως ἀνεστάλθαι, εἶναι ἀνεσταλμένον κατὰ τὸ ἄκρον, Ἱππ. Μοχλικ. 855. β) ὁλοκλήρως, ἐντελῶς, παντάπασι, Πλάτ. Πολ. 543Α, Ἀθήν. 248F˙ μόνος ἄκρως, Εὔφρων. ἐν «’Αδελφοῖς» 1. 5.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
A. adj. extrême :
I. lieu;
1 le plus haut : ἄκρη πόλις IL la partie haute de la ville, la citadelle (cf. ἀκρόπολις) ; ἐπ’ ἄκρων ὀρέων SOPH au sommet des montagnes;
2 le plus au dehors : ἄκρη χείρ IL l’extrémité de la main ; ἄκροι πόδες IL le bout des pieds;
3 le plus profond ; fig. ἄκρος μυελὸς ψυχῆς EUR le plus profond de la moelle de l’âme;
II. temps ce qui arrive au moment ou au point culminant : ἄκρας νυκτός SOPH au plus profond de la nuit, au milieu de la nuit;
III. degré;
1 le plus haut, supérieur : ἄκρος μάντις SOPH devin supérieur dans son art ; ἄκροι τὰ πολέμια HDT supérieurs dans les choses de la guerre;
2 qui parle ou agit exactement comme il convient ; exact, sûr : σοι μάντις εἰμὶ τῶνδ’ ἄκρος SOPH voilà ce que je te prédis à coup sûr;
B. subst. I. ἡ ἄκρα q.v.
II. τὸ ἄκρον :
1 le sommet : τὰ ἄκρα les hauteurs;
2 le point le plus avancé, le point extrême, l’extrémité;
III. τὰ ἄκρα le plus haut rang;
C. adv. • ἄκρον, • ἄκρα :
1 au sommet;
2 au plus haut point, d’une façon supérieure.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu.
English (Autenrieth)
(root ακ), sup. ἀκρότατος: uttermost, topmost, highest, at the top, end, edge, or surface of (summus); πόλις ἄκρη, ἄκρη πόλις, ‘upper city’ (=ἀκρόπολις); κατ' ἄκρης, see ἄκρη.—Adv. ἄκρον, ‘along the top,’ Il. 20.229.
English (Slater)
ἄκρος (ἄκρον acc.: -ας, -ᾳ, -αν; -ᾶν, -αις; ον acc.: -οτάτῳ.)
a lit. highest Ζηνὸς ἐπ' ᾰκροτάτῳ βωμῷ (O. 6.70) ἀπ' ἄκρας Ταινάρου i. e. the headland of Tainaron (P. 4.174) καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]α ὀρέων ὕπερ ἔστα (supp. Meineke.) fr. 51a. 3. πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ᾰκραν ἀνορούσαισ on the highest part of (O. 7.36)
b met. νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν ἄκραις ἀρεταῖς (O. 13.15) ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ᾰκρον (P. 9.118) ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι (I. 4.32) ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν (I. 7.18)
c of time, first, foremost, earliest ἀκρᾶν βαθμίδων ἄπο (P. 5.7) ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ (P. 11.10)
d met., pro subs., peak, summit τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν; (P. 11.55) ἔστι δἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον (N. 1.11) ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον (N. 6.23)
e dub. ἦ γὰρ αὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[ θῆ]κε. (supp. Snell.) Δ. 4. 40.
English (Thayer)
(ἀκή point (see ἀκμή)) (from Homer down), highest, extreme; τό ἄκρον the topmost point, the extremity (cf. Buttmann, 94 (82)): προσκυνέω, a. at the end); ἄκρα, ἄκρον γῆς, οὐρανοῦ, the farthest bounds, uttermost parts, end, of the earth, of heaven: Jeremiah 12:12.