ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
ψῑλοκόρρης: ἢ -κόρσης, ὁ, ὁ ἔχων ψιλὴν τὴν κεφαλήν, φαλακρός, Ἡρῳδιαν. 4. 8, Ἡσύχ. ἐν λ.
και ψιλοκόρσης, ὁ, Αφαλακρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κόρση / κόρρη «κρόταφος» και «τρίχες του κροτάφου»].