αιματοκυλισμένος
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
Greek Monolingual
-η, -ο και αιματοκύλιστος και ματο- αιματοκυλίζω
1. κυλισμένος, βουτηγμένος στα αίματα, αιμόφυρτος
2. σκοτωμένος, δολοφονημένος
3. αυτός που βούτηξε τα χέρια του στο αίμα, που πήρε μέρος σε φόνο ή σε φονική συμπλοκή.