ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
ἀδελφιδοῡς (-οῡ), ο (Α) ἀδελφόςγιος αδελφού ή αδελφής, ανιψιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + -ιδοῦς].