Ναζαρηνός
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (Strong)
from Ναζαρέθ; a Nazarene, i.e. inhabitant of Nazareth: of Nazareth.
English (Thayer)
Ναζαρηνοῦ, ὁ, a Nazarene, of Nazareth, sprung from Nazareth, a patrial name applied by the Jews to Jesus, because he had lived at Nazareth with his parents from his birth until he made his public appearance: L marginal reading T Tr text WH); and L T Tr WH in Mark 10:47.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Μ Ναζαρηνός, -ή, -όν)
1. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για τον Ιησού) αυτός που κατάγεται από την Ναζαρέτ, Ναζωραίος
2. (στον πληθ. ως ουσ.) οι Ναζαρηνοί
μέλη της Αδελφότητας του Αγίου Λουκά την οποία συγκρότησαν στις αρχές του 19ου αιώνα νεαροί Γερμανοί ζωγράφοι που επιδίωκαν να επαναφέρουν το μεσαιωνικό πνεύμα στην τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ναζαρ-έτ + κατάλ. -ηνός (πρβλ. Λαρισηνός, Περγαμηνός)].
Russian (Dvoretsky)
Ναζαρηνός: и Ναζωραῖος ὁ уроженец или житель Назарета NT.
Chinese
原文音譯:NazarhnÒj 那撒雷挪士
詞類次數:專有名詞(4)
原文字根:拿撒勒人
字義溯源:拿撒勒人;源自(Ναζαρά / Ναζαράθ / Ναζαράτ / Ναζαρέθ / Ναζαρέτ)=拿撒勒,加利利之一鎮,意為枝條),用來稱呼主耶穌:拿撒勒人耶穌
出現次數:總共(4);可(3);路(1)
譯字彙編:
1) 拿撒勒人(3) 可1:24; 可14:67; 可16:6;
2) 拿撒勒的(1) 路4:34