Περσονόμος

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Middle Liddell

Περσο-νόμος, ον, νέμω, ruling Persians, Aesch.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui commande aux Perses.
Étymologie: Πέρσαι, νέμω.

Greek Monotonic

Περσονόμος: -ον (νέμω), αυτός που κυβερνά τους Πέρσες, σε Αισχύλ.