άγναμπτος

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source

Greek Monolingual

ἄγναμπτος και ἄκναμπτος, -ον (Α)
άκαμπτος, αλύγιστος, ανένδοτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + γναμπτός ή κναμπτός τών ρημάτων γνάμπτω ή κνάμπτω.