άκλαστος

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο κλάνω
1. αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει
2. αυτός που δεν τον φτάνει η κακοσμία της πορδής.
(II)
-η, -ο (Α ἄκλαστος, -ον) [κλῶ(-άω)]
αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί.