Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ἄμυγμα, το (Α) ἀμύσσωγρατσουνιά, γρατσούνισμα, νύχια, αμυχή.