άντληση

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

Greek Monolingual

η (Α ἄντλησις)
νεοελλ.
1. η λήψη υγρού με αντλία
2. η λήψη, το να παίρνει κανείς κάτιάντληση νέων πόρων»)
αρχ.
1. λήψη νερού
2. εκκένωση, άδειασμα.