άστυλος

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄστυλος, -η, -ον) στύλος
αυτός που δεν έχει στύλους ή κολόνες.