άψυχος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄψυχος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ψυχή ζωή («τα έμψυχα και τα άψυχα»)
2. ο νεκρός
3. ο μικρόψυχος, ο δειλός
(μσν-νεοελλ.)
1. λιπόθυμος, αναίσθητος
2. άτονος
3. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος
αρχ.
φρ. «ἄψυχος βορά» — μη ζωική, φυτική τροφή.