έρευθος

From LSJ

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source

Greek Monolingual

ἐρευθος, τὸ (Α) ερεύθω
1. ερύθημα, ερυθρότητα, κοκκινάδαἔρευθος προσώπου», Ιπποκρ.)
2. το ερυθρό χρώμα, η βαφή.