ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
το (Α ἀγκύλωμα)
(νεοελλ)
1. τρύπημα, κέντρισμα (με αγκύλι, αγκάθι, βελόνα κ.ά.)
2. αγκύλι, αγκάθι
αρχ.
καμπή, καμπυλότητα, κυρτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀγκυλῶ, νεοελλ. αγκυλώνω.
ΠΑΡ. αγκυλωματιά].