παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
ἀγχίγαμος, -ον (Α)αυτός που βρίσκεται κοντά στον γάμο.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + γάμος.