αγχίγαμος

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source

Greek Monolingual

ἀγχίγαμος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κοντά στον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + γάμος.