αδικοθανατεύω

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

πεθαίνω άδικα, πρόωρα, αυτοκτονώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + θανατεύω].